Book Creator

Η πυγολαμπίδα στο βάζο

by ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΖΙΑΚΗ

Pages 2 and 3 of 11

Η πυγολαμπίδα στο βάζο

της Δέσποινας Τζιάκη
Loading...
Loading...
η συγγραφέας Τζιάκη Δέσποινα
Loading...
Loading...
Loading...
Μια μέρα η Κοκκινοσκουφίτσα πήγε στη γιαγιά της. Αυτή τη φορά ακολούθησε το μονοπάτι, δε λοξοδρόμησε και γρήγορα γρήγορα έφτασε στο σπίτι της αγαπημένης γιαγιάς. Περνούσαν πολύ όμορφα μαζί. Πρώτα τη βοήθησε να περιποιηθούν τον κήπο της. Σκάλισε το χώμα με το σκαλιστήρι και πότισε τις γλάστρες στο μπαλκόνι. Κι η γιαγιά για να την ευχαριστήσει έκοψε μυρωδάτα λουλούδια και τα στόλισε στο δωμάτιο για να τα χαίρεται η μικρούλα και να μην τρέχει στο δάσος να μαζεύει αγριολούλουδα! Μετά φάγανε το βραδινό τους και σαν ήρθε η ώρα να κοιμηθούν η γιαγιά ετοιμάστηκε. Φόρεσε το νυχτικό της με τα ροζ τριανταφυλλάκια και κούτσα κούτσα έφτασε μέχρι το κρεβάτι της και ξάπλωσε. Η Κοκκινοσκουφίτσα όμως δεν ήθελε να πάει για ύπνο. Άρχισε τα παρακάλια:
_ Ω γιαγιά, δε νυστάζω! Σε παρακαλώ άσε με λίγο ακόμα. Είναι νωρίς. Θέλω να δω από το παράθυρο τ' αστέρια στον ουρανό. Μπορεί να δω και κανένα νυχτοπούλι!
_ Α μικρή μου! Μου φαίνεται πώς εσύ είσαι νυχτοπούλι! Άκου εκεί να μη θες να ξαπλώσεις.... Έλα τώρα να πλύνεις τα δόντια σου, να βάλεις τις πυτζάμες σου και μετά να δεις και τ' αστέρια. Εκεί θα είναι δε φεύγουν, είπε η γιαγιά χαμογελώντας.
Η Κοκκινοσκουφίτσα πήρε το τσαντάκι της και πήγε στο μπάνιο. Τακτοποίησε τις δουλειές της και πήγε ξανά στο παράθυρο.
_Γιαγιά γιατί το έχεις αυτό το άδειο βάζο στο παράθυρο; ρώτησε παραξενεμένη.
_ Α το βάζο! Ποιο βάζο, αυτό με τη μαρμελάδα; Μα αφού τα έπλυνες τα δόντια σου. Αύριο θα φάμε τη μαρμελάδα, θα σου φτιάξω και τηγανίτες!
_Γιαγιάκα μου το μυαλό σου είναι στις πίτες και στις τηγανίτες! Το άδειο βάζο που έχεις στο περβάζι, γιατί το έχεις εκεί; ρώτησε ξανά η Κοκκινοσκουφίτσα δυναμώνοντας τη φωνή της.
_Α, μη φωνάζεις καλέ, ακούω!!! Τώρα κατάλαβα! Αυτό το βάζο..... μεγάλη ιστορία! Έλα εδώ κοντά μου να ξαπλώσεις κι εγώ θα σου τα πω απ΄ την αρχή! 
Η Κοκκινοσκουφίτσα που τρελαινόταν να ακούει ιστορίες ξάπλωσε στον καναπέ που ήταν δίπλα στη γιαγιά κι άνοιξε διάπλατα τ' αυτιά της.
Η γιαγιά ξεκίνησε να λέει:
_Πάντα έχω ένα άδειο βάζο, εκεί στο περβάζι. Πριν πολλααά χρόνια, όταν ήμουνα κι εγώ παιδί σαν κι εσένα ....ήταν καλοκαίρι θυμάμαι. Μια νύχτα λοιπόν όλη η οικογένεια παρέα καθόμασταν στην αυλή μας να δροσιστούμε. Και το καλύτερο; Ο πατέρας μας είχε φέρει το βιολί. Αυτός έπαιζε και τραγουδούσε κι εμείς χτυπούσαμε ξυλάκια για να κρατάμε το ρυθμό! Τότε μου φαινότανε πως το φεγγάρι γελούσε και τ' αστεράκια όλα χορεύανε στον ουρανό! Μα μια στιγμή που το βλέμμα μου χαμήλωσε είδα κάτι να λαμπυρίζει στην τριανταφυλλιά, πάνω σ' ένα φύλλο.
Πλησίασα και στην αρχή δυσκολεύτηκα να καταλάβω τι ήτανε. Έμοιαζε μ' ένα μικρούτσικο φωτάκι. Άκου τώρα να δεις τι ήταν; Μια πυγολαμπίδα! Κωλοφωτιά τη λέγαμε εμείς τότε. Μα η καημένη ήταν παγιδευμένη σ' έναν ιστό αράχνης. Την είχε κάνει τη δυστυχισμένη σάντουιτς. Δεν μπορούσε να πετάξει. Τι να πετάξει... ούτε να κουνηθεί καθόλου μπορούσε. Τη λυπήθηκα και την πήρα σιγά σιγά στα χέρια μου. Πάλευα με προσοχή να βγάλω τον ιστό από γύρω της χωρίς να την πληγώσω περισσότερο. Λίγο λίγο τα κατάφερα και στο τέλος την απελευθέρωσα. Τα φτεράκια της ήταν χάλια, στραπατσαρισμένα. Πού να πετάξει; ίσα ίσα που ζούσε! Μα το φωτάκι της άναβε ακόμα. Τρεμόπαιζε σα να με παρακαλούσε να τη σώσω! Κι εγώ το αποφάσισα! Θα γινόμουνα ο σωτήρας της, ο ήρωάς της.
Αφού την ξέμπλεξα είχαμε και συνέχεια... έπρεπε να την περιποιηθώ, να τη φροντίσω. Μέχρι και λόγια παρηγοριάς της έλεγα. Τη νανούριζα να κοιμηθεί και να δυναμώσει. Και για να τη γλιτώσω από μπελάδες την έβαλα μέσα σ' ένα βάζο. Έτσι μικρούλα που ήταν μπορούσε κάποιος να την πατούσε με το πόδι του ή ακόμα και με το χέρι του. Στο βάζο ήταν καλά. Είχα βγάλει το κάπακι για να μπορεί να παίρνει αέρα, ν' αναπνέει. Και από πάνω την είχα σκεπάσει μ' ένα κομμάτι τούλι στερεωμένο με κόκκινη κορδέλα. Ήταν όμορφο το σπιτάκι - νοσοκομείο της. Έμεινε κάμποσες μέρες εκεί. Την είχα συνηθίσει, την είχα συντροφιά. Το μικρό μου φαναράκι! Πήγαινα κι ερχόμουνα μέσα έξω, μέσα έξω, από δωμάτιο σε δωμάτιο κουβαλώντας την πυγολαμπίδα μου μέσα στο βάζο. Μα ο καιρός περνούσε και όταν έγινε εντελώς καλά μπόρεσε πάλι να πετάξει. Πετούσε μέσα στο βάζο μα ... εμένα δε μου άρεσε να τη βλέπω εκεί μέσα φυλακισμένη σ' αυτό το γυάλινο κλουβί. Την είχα λοιπόν στο παράθυρο, της έβγαλα το τούλι κι έτσι τις νύχτες άρχισε να πετάει ένα γύρω και όταν κουραζόταν ξαναγυρνούσε. 
PrevNext