Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε η ΑΡΜΟΝΙΑ, μια χτένα που χτένιζε καθημερινά τα όμορφα μαλλιά της ΚΥΡΙΑΣ της. Η ΑΡΜΟΝΙΑ πρόσφερε απλόχερα τη χαρά και φρόντιζε την ΚΥΡΙΑ της με στοργή. Εκείνη όμως ήταν σοβαρή και δε χαμογελούσε εύκολα.
-Εγώ είμαι η ΑΡΜΟΝΙΑ Και θέλω η ΚΥΡΙΑ Να χαμογελά Τρα, λα, λα!!! Τρα, λα, λα!!!
-Εγώ είμαι η ΚΥΡΙΑ Τελειώσανε τ’ αστεία Δε χαμογελώ Πω, πω, πω!!! Πω, πω, πω!!!
Μια μέρα, την ώρα που χτένιζε την ΚΥΡΙΑ της, μια τρίχα μπλέχτηκε στα «δόντια» της. Κουνήθηκε πέρα δώθε δυνατά για να απαλλαγεί απ’ αυτήν, αλλά μάταια… Ξαφνικά, ω!!! του θαύματος, καθώς τιναζόταν προς κάθε κατεύθυνση για να διώξει από πάνω της τον απρόσκλητο επισκέπτη, μεταμορφώθηκε σε άρπα και άρχισε να σκορπίζει προς κάθε κατεύθυνση μια θεσπέσια μελωδία. Η ΚΥΡΙΑ της άκουσε την όμορφη μελωδία κι άρχισε επιτέλους να χαμογελά. Όταν όμως σταμάτησε η μελωδία, η ΚΥΡΙΑ σοβάρεψε και πάλι χάνοντας το χαμόγελο που τόσο γλύκαινε το πρόσωπό της.