![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LFkMhW6yTtKhrB.png?width=1080&height=810)
![](https://assets.api.bookcreator.com/QCjslDon9OMJziNx1kUOeYjAa8n1/books/aFCCyExAQwSfXkuxTiWZwg/assets/WZpZuDVGSK-_YGH9axpWtQ.jpeg?width=466&height=612)
Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος
Christopher R. W. Nevinson, «A Dawn», απεικονίζει μια θάλασσα ταλαιπωρημένων Γάλλων στρατιωτών να οδεύουν προς το μέτωπο το 1914.
Paul Nash, «Φτιάχνουμε έναν Καινούργιο Κόσμο» (1918)
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LJQMAxoDykCtWF.png?width=523&height=776)
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LFkMhW6yTtKhrB.png?width=1080&height=810)
Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος
Paul Nash, «Φτιάχνουμε έναν Καινούργιο Κόσμο» (1918)
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LJQMAxoDykCtWF.png?width=523&height=776)
![](https://assets.api.bookcreator.com/QCjslDon9OMJziNx1kUOeYjAa8n1/books/aFCCyExAQwSfXkuxTiWZwg/assets/2g0w5iceS7OBVuFOvvYZAQ.jpeg?width=397&height=314)
"Κανείς δεν φανταζόταν πόσο ανθρωποβόρα θα αποδεικνυόταν η σύγκρουση, πόσα εκατομμύρια θα ήταν οι νεκροί, οι επιζήσαντες με τα διαλυμένα πρόσωπα και τα κατεστραμμένα πνευμόνια, οι ψυχικά διαταραγμένοι."
![](https://assets.api.bookcreator.com/QCjslDon9OMJziNx1kUOeYjAa8n1/books/aFCCyExAQwSfXkuxTiWZwg/assets/3QvzBCmCSAGN5IEELQHO2A.jpeg?width=499&height=310)
Το 1964, ο Φίλιπ Λάρκιν μεταγράφει ποιητικά τη φωτογραφία της διπλανής σελίδας. Στο ποίημά του με τίτλο MCMXIV (1914) θα μιλούσε για τον βίαιο στραγγαλισμό της προπολεμικής αθωότητας :
Εκείνες οι ακανόνιστες, ατέλειωτες σειρές
που υπομονετικά στημένες
θαρρείς και μάκραιναν
έξω απ’ το γήπεδο Όβαλ ή το Βίλα Παρκ
Οι κορυφές των καπέλων, ο ήλιος
πάνω πρόσωπα αρχαϊκά, μυστακοφόρα
που μειδιούν, λες κι όλα αυτά
δεν είναι παρά χωρατό πανηγυριού του Αυγούστου (…)
Ποτέ πια τέτοια αθωότητα
ούτε πριν, ούτε μετά
καθώς γινόταν παρελθόν
δίχως μια λέξη
(…) ποτέ τέτοια αθωότητα ξανά.
Εκείνες οι ακανόνιστες, ατέλειωτες σειρές
που υπομονετικά στημένες
θαρρείς και μάκραιναν
έξω απ’ το γήπεδο Όβαλ ή το Βίλα Παρκ
Οι κορυφές των καπέλων, ο ήλιος
πάνω πρόσωπα αρχαϊκά, μυστακοφόρα
που μειδιούν, λες κι όλα αυτά
δεν είναι παρά χωρατό πανηγυριού του Αυγούστου (…)
Ποτέ πια τέτοια αθωότητα
ούτε πριν, ούτε μετά
καθώς γινόταν παρελθόν
δίχως μια λέξη
(…) ποτέ τέτοια αθωότητα ξανά.
Ένα πλήθος νεαρών στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1914 πληροφορείται την κήρυξη του πολέμου.
Το 1964, ο Φίλιπ Λάρκιν μεταγράφει ποιητικά τη φωτογραφία της διπλανής σελίδας. Στο ποίημά του με τίτλο MCMXIV (1914) θα μιλούσε για τον βίαιο στραγγαλισμό της προπολεμικής αθωότητας :
Εκείνες οι ακανόνιστες, ατέλειωτες σειρές
που υπομονετικά στημένες
θαρρείς και μάκραιναν
έξω απ’ το γήπεδο Όβαλ ή το Βίλα Παρκ
Οι κορυφές των καπέλων, ο ήλιος
πάνω πρόσωπα αρχαϊκά, μυστακοφόρα
που μειδιούν, λες κι όλα αυτά
δεν είναι παρά χωρατό πανηγυριού του Αυγούστου (…)
Ποτέ πια τέτοια αθωότητα
ούτε πριν, ούτε μετά
καθώς γινόταν παρελθόν
δίχως μια λέξη
(…) ποτέ τέτοια αθωότητα ξανά.
Εκείνες οι ακανόνιστες, ατέλειωτες σειρές
που υπομονετικά στημένες
θαρρείς και μάκραιναν
έξω απ’ το γήπεδο Όβαλ ή το Βίλα Παρκ
Οι κορυφές των καπέλων, ο ήλιος
πάνω πρόσωπα αρχαϊκά, μυστακοφόρα
που μειδιούν, λες κι όλα αυτά
δεν είναι παρά χωρατό πανηγυριού του Αυγούστου (…)
Ποτέ πια τέτοια αθωότητα
ούτε πριν, ούτε μετά
καθώς γινόταν παρελθόν
δίχως μια λέξη
(…) ποτέ τέτοια αθωότητα ξανά.
![](https://assets.api.bookcreator.com/QCjslDon9OMJziNx1kUOeYjAa8n1/books/aFCCyExAQwSfXkuxTiWZwg/assets/BbGs8ybaSfuvB6sNLV0TSw.png?width=238&height=194)
Loading...
Ο αμερικανός ζωγράφος Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ εμπνεύστηκε αυτόν τον πίνακα που ζωγράφισε το 1919, με τίτλο «Χτυπημένοι από αέρια», έπειτα από επίσκεψή του σε γαλλικό νοσοκομείο που βρισκόταν κοντά στην Ιπρ, στη μάχη της οποίας οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά δηλητηριώδη αέρια, με αποτέλεσμα πολλοί από τους φαντάρους να τυφλωθούνLoading...
![](https://assets.api.bookcreator.com/QCjslDon9OMJziNx1kUOeYjAa8n1/books/aFCCyExAQwSfXkuxTiWZwg/assets/DQ7NHa80Q6qrA4_2jsjDIQ.jpeg?width=514&height=287)
Loading...
![](https://assets.api.bookcreator.com/QCjslDon9OMJziNx1kUOeYjAa8n1/books/aFCCyExAQwSfXkuxTiWZwg/assets/vQLoigNuSOuYCD2nI9RaZA.jpeg?width=497&height=385)
Loading...
"Σκηνή Πολέμου" Το παραπάνω έργο δημιούργησε ο Maximilien Luce το 1914-1918Ο πίνακας ήταν μια χαρακτηριστική εικόνα των δεινών του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, απεικονίζοντας την φρίκη του πολέμου.
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LIPuVCsPJqcj3e.png?width=1080&height=810)
Η ποίηση του Α΄παγκοσμίου πολέμου είναι μια ποίηση που ουρλιάζει, κλαίει, φρίττει, πονά· αλλά και ειρωνεύεται, μοιραλατρεί...
«Αυτό που με πνίγει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο είναι ο φόβος της εσωτερικής αποκτήνωσης. … δεν έχω τον παραμικρό φόβο για τις σφαίρες και τις οβίδες … φοβάμαι μήπως χάσω την πίστη μου στην ανθρωπότητα, στον ίδιο μου τον εαυτό, στο καλό που υπάρχει στον κόσμο».
Φραντς Μπλούμφελντ, σε επιστολή στην αρραβωνιαστικιά του από το μέτωπο.
Φραντς Μπλούμφελντ, σε επιστολή στην αρραβωνιαστικιά του από το μέτωπο.
Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει τον θάνατό του
Τη μοίρα μου, το ξέρω, θ’ απαντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα απάνου,
Ούτε αυτούς που μάχομαι μισώ
Μα ούτε αυτούς που προστατεύω αγαπώ.
Πατρίδα μου είναι η γειτονιά Κιλτάρταν Κρος,
Συμπατριώτες, του Κιλτάρταν οι φτωχοί,
Αυτοί δεν έχουν τίποτα να χάσουν από ένα τέλος του πολέμου πιθανό
Μα κι η ζωή τους δεν θα είναι ευτυχέστερη από πριν.
Ούτε καθήκον ούτε νόμος μου υπαγόρευσαν να πολεμήσω,
Ούτε δημόσιοι άνδρες μα ούτε λαϊκές ζητωκραυγές,
Μια ώθηση μοναχική απόλαυσης
Μ’ οδήγησε στων σύννεφων τις ταραχές.
Τα ζύγιασα όλα, τά’φερα μες στο μυαλό μου όλα,
Τα χρόνια που έρχονται θά’ναι σπατάλη αναπνοής,
Σπατάλη αναπνοής τα πίσω χρόνια,
Αυτός ο θάνατος ας είναι ζύγιασμα τούτης της ζωής
William Butler Yeats
Τη μοίρα μου, το ξέρω, θ’ απαντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα απάνου,
Ούτε αυτούς που μάχομαι μισώ
Μα ούτε αυτούς που προστατεύω αγαπώ.
Πατρίδα μου είναι η γειτονιά Κιλτάρταν Κρος,
Συμπατριώτες, του Κιλτάρταν οι φτωχοί,
Αυτοί δεν έχουν τίποτα να χάσουν από ένα τέλος του πολέμου πιθανό
Μα κι η ζωή τους δεν θα είναι ευτυχέστερη από πριν.
Ούτε καθήκον ούτε νόμος μου υπαγόρευσαν να πολεμήσω,
Ούτε δημόσιοι άνδρες μα ούτε λαϊκές ζητωκραυγές,
Μια ώθηση μοναχική απόλαυσης
Μ’ οδήγησε στων σύννεφων τις ταραχές.
Τα ζύγιασα όλα, τά’φερα μες στο μυαλό μου όλα,
Τα χρόνια που έρχονται θά’ναι σπατάλη αναπνοής,
Σπατάλη αναπνοής τα πίσω χρόνια,
Αυτός ο θάνατος ας είναι ζύγιασμα τούτης της ζωής
William Butler Yeats
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LH9zekPeuUDZ43.png?width=540&height=810)
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LIPuVCsPJqcj3e.png?width=1080&height=810)
Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει τον θάνατό του
Τη μοίρα μου, το ξέρω, θ’ απαντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα απάνου,
Ούτε αυτούς που μάχομαι μισώ
Μα ούτε αυτούς που προστατεύω αγαπώ.
Πατρίδα μου είναι η γειτονιά Κιλτάρταν Κρος,
Συμπατριώτες, του Κιλτάρταν οι φτωχοί,
Αυτοί δεν έχουν τίποτα να χάσουν από ένα τέλος του πολέμου πιθανό
Μα κι η ζωή τους δεν θα είναι ευτυχέστερη από πριν.
Ούτε καθήκον ούτε νόμος μου υπαγόρευσαν να πολεμήσω,
Ούτε δημόσιοι άνδρες μα ούτε λαϊκές ζητωκραυγές,
Μια ώθηση μοναχική απόλαυσης
Μ’ οδήγησε στων σύννεφων τις ταραχές.
Τα ζύγιασα όλα, τά’φερα μες στο μυαλό μου όλα,
Τα χρόνια που έρχονται θά’ναι σπατάλη αναπνοής,
Σπατάλη αναπνοής τα πίσω χρόνια,
Αυτός ο θάνατος ας είναι ζύγιασμα τούτης της ζωής
William Butler Yeats
Τη μοίρα μου, το ξέρω, θ’ απαντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα απάνου,
Ούτε αυτούς που μάχομαι μισώ
Μα ούτε αυτούς που προστατεύω αγαπώ.
Πατρίδα μου είναι η γειτονιά Κιλτάρταν Κρος,
Συμπατριώτες, του Κιλτάρταν οι φτωχοί,
Αυτοί δεν έχουν τίποτα να χάσουν από ένα τέλος του πολέμου πιθανό
Μα κι η ζωή τους δεν θα είναι ευτυχέστερη από πριν.
Ούτε καθήκον ούτε νόμος μου υπαγόρευσαν να πολεμήσω,
Ούτε δημόσιοι άνδρες μα ούτε λαϊκές ζητωκραυγές,
Μια ώθηση μοναχική απόλαυσης
Μ’ οδήγησε στων σύννεφων τις ταραχές.
Τα ζύγιασα όλα, τά’φερα μες στο μυαλό μου όλα,
Τα χρόνια που έρχονται θά’ναι σπατάλη αναπνοής,
Σπατάλη αναπνοής τα πίσω χρόνια,
Αυτός ο θάνατος ας είναι ζύγιασμα τούτης της ζωής
William Butler Yeats
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LH9zekPeuUDZ43.png?width=540&height=810)
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LH9zekPeuUDZ43.png?width=540&height=810)
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LIPuVCsPJqcj3e.png?width=1080&height=810)
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο (απόσπασμα), μτφ. Στέλλα Βουρδουμπά, Δωρικός, Αθήνα 1983, σ. 88, 90 & 195
Γίναμε μανιασμένα θηρία. Δεν πολεμάμε, διαφεντεύουμε τον εαυτό μας από την εκμηδένιση. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας σε ανθρώπους, τί μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, που ο θάνατος με χέρια και κράνη μάς κυνηγάει και μας ξαπλώνει στη γη; Τώρα για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες μπορούμε ν' αντικρύζουμε τα πρόσωπά τους, τώρα, που για πρώτη φορά, ύστερα από τρεις μέρες, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, να τους αντισταθούμε, νιώθουμε μια αλόγιστη μανία. Δεν τους προσμένουμε πια απελπισμένοι, μπορούμε να αφανίζουμε, να σκοτώνουμε, ν' αμυνθούμε, να σωθούμε και να πάρουμε εκδίκηση.
[…]Χάσαμε πια κάθε αίσθημα αλληλεγγύης. Μόλις μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοκυριαρχία μας, όταν η ματιά μας —ματιά κυνηγημένου ζώου— φωτίζει τη μορφή κάποιου συνανθρώπου μας. Είμαστε αναίσθητοι, νεκροί, που κάποια τρομερή μαγεία δίνει τη δύναμη να τρέχουμε και να σκοτώνουμε.
[…]Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20· από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄ αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους.,
Γίναμε μανιασμένα θηρία. Δεν πολεμάμε, διαφεντεύουμε τον εαυτό μας από την εκμηδένιση. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας σε ανθρώπους, τί μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, που ο θάνατος με χέρια και κράνη μάς κυνηγάει και μας ξαπλώνει στη γη; Τώρα για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες μπορούμε ν' αντικρύζουμε τα πρόσωπά τους, τώρα, που για πρώτη φορά, ύστερα από τρεις μέρες, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, να τους αντισταθούμε, νιώθουμε μια αλόγιστη μανία. Δεν τους προσμένουμε πια απελπισμένοι, μπορούμε να αφανίζουμε, να σκοτώνουμε, ν' αμυνθούμε, να σωθούμε και να πάρουμε εκδίκηση.
[…]Χάσαμε πια κάθε αίσθημα αλληλεγγύης. Μόλις μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοκυριαρχία μας, όταν η ματιά μας —ματιά κυνηγημένου ζώου— φωτίζει τη μορφή κάποιου συνανθρώπου μας. Είμαστε αναίσθητοι, νεκροί, που κάποια τρομερή μαγεία δίνει τη δύναμη να τρέχουμε και να σκοτώνουμε.
[…]Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20· από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄ αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους.,
Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα και λόγια για να γίνονται όλ' αυτά μ' έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Και όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρυνή παράταξη, σ' ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τί θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούμε μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τί περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τί θα συμβεί άραγε ύστερα; Και τί θ' απογίνουμε εμείς;
Paths of Glory- Christopher Nevinson (1917)
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LH9zekPeuUDZ43.png?width=540&height=810)
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LH9zekPeuUDZ43.png?width=540&height=810)
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LIPuVCsPJqcj3e.png?width=1080&height=810)
Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα και λόγια για να γίνονται όλ' αυτά μ' έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Και όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρυνή παράταξη, σ' ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τί θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούμε μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τί περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τί θα συμβεί άραγε ύστερα; Και τί θ' απογίνουμε εμείς;
Paths of Glory- Christopher Nevinson (1917)
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LH9zekPeuUDZ43.png?width=540&height=810)
![](https://assets.api.bookcreator.com/QCjslDon9OMJziNx1kUOeYjAa8n1/books/aFCCyExAQwSfXkuxTiWZwg/assets/mN_Ab6WDRKGe1LXJL1cZsw.jpeg?width=346&height=260)
Νεκροί στρατιώτες. Θραύσματα. Συντρίμμια. Συρματοπλέγματα. Τα κράνη τους πεσμένα.
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LIPuVCsPJqcj3e.png?width=1080&height=810)
Η ιστορία διαδραματίζεται το 1916, σε ένα χωριό των Σερρών στην Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει μόλις μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Πολλές οικογένειες κινούμενες από τον φόβο παίρνουν το τρένο της φυγής.
"Κύλησε ένας μήνας ακόμη, δίχως άλλα νέα, δίχως καμία αλλαγή. Το καλοκαίρι έμπαινε για καλά. Ο Αλέξανδρος δούλευε πάντα σε δουλειές βαριές, εξαντλητικές. Ο Άγγελος έγραφε, συμπλήρωνε βιβλία και καταστάσεις. Με πρόσωπα χλωμά, με βρόμικα ρούχα, όλοι οι όμηροι συνέχιζαν σκελετωμένοι την άθλια ζωή τους, τη ζωή του είλωτα, του σκλάβου, στην ξένη αφιλόξενη γη. Ένα πρωί, ο Άγγελος κατάλαβε κάποια ταραχή στο γραφείο. Όλοι μιλούσανε γρήγορα και χαμηλά. Μισόπιασε τ΄ αυτί του πως ήταν άσχημα τα πράγματα για τους Βόρειους. Κάτι σαν βομβαρδισμούς άκουσε να λένε. Έπειτα του δώσαν ν’ αντιγράψει έναν κατάλογο. Πάνω πάνω έγραφε: «ονομαστική κατάσταση ομήρων φονευθέντων κατά το βομβαρδισμό του κεντρικού στρατοπέδου». Νεκροί όμηροι …Πάγωσαν τα δάχτυλά του. Ένα κακό προαίσθημα τον μαχαίρωσε. Άρχισε να διαβάζει…. Όχι… δεν ήταν δυνατό! Έκεί εκεί στην κατάσταση έγραφε πάλι το όνομα του Αλέξανδρου. Μα, τώρα ήξερε ποιόν εννοούσαν. Ο Ανδρέας! Ο Ανδρέας νεκρός!...Σκέφτηκε με φρίκη το Στέλιο, το μεγάλο του αδελφό , Θεέ μου! Πώς θα το μάθαινε; Συνέχισε να διαβάζει μηχανικά τα ονόματα. Και να! Πιο κάτω , δεύτερη μαχαιριά: Χαραλάμπης Στυλιανός… Είχαν λοιπόν βρεθεί οι δύο αδελφοί. Είχαν συναντηθεί στο στρατόπεδο εκείνο. Και τώρα ήταν και οι δύο νεκροί…
Δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα απ’ τα μάτια του Αγγέλου. Σαν την ημέρα που είδε τον
Ανδρέα για τελευταία φορά. Το είχε προαισθανθεί εκείνο το πρωινό πως τότε δε θα τον ξανάβλεπε. Μια οικογένεια ολόκληρη είχε ξεκληριστεί. Πρώτα οι γονείς, έπειτα τα δύο αγόρια. Πόσες οικογένειες άραγε θα είχαν σβήσει έτσι σε τούτο τον πόλεμο;"
Δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα απ’ τα μάτια του Αγγέλου. Σαν την ημέρα που είδε τον
Ανδρέα για τελευταία φορά. Το είχε προαισθανθεί εκείνο το πρωινό πως τότε δε θα τον ξανάβλεπε. Μια οικογένεια ολόκληρη είχε ξεκληριστεί. Πρώτα οι γονείς, έπειτα τα δύο αγόρια. Πόσες οικογένειες άραγε θα είχαν σβήσει έτσι σε τούτο τον πόλεμο;"
![](https://assets.api.bookcreator.com/templates/kB72f2lBbo38o6JBmZ1C/assets/-MRzE3LH9zekPeuUDZ43.png?width=540&height=810)