Οι νιφάδες του χιονιού σχημάτιζαν ένα λεπτό στρώμα πάνω στα δέντρα, σκέπαζαν το δάσος με μια κρυστάλλινη, λαμπερή κουβέρτα, κρεμόντουσαν από τη στέγη του σπιτιού μας, μας έκαναν να χοροπηδάμε από χαρά.
Loading...
Loading...
Εγώ και η αδερφή μου, παρέα με τη γιαγιά, τρέχαμε στο ξέφωτο κι αδειάζαμε τα καλάθια μας. Αφήναμε στο χιόνι καρότα και σπόρους καλαμποκιού, μήλα και αχλάδια, για τα ζώα που είχαν κουλουριαστεί στη φωλιά τους από το κρύο, για τα ζώα που πεινούσαν και δεν μπορούσαν να βρουν φαγητό. Κι έτρεχαν δίπλα μας τα ελάφια κι άρπαζαν τα φρούτα, τα πουλιά και τσιμπούσαν τους σπόρους, τα ποντικάκια και τσιμπολογούσαν το καλαμπόκι, τα λαγουδάκια κι έτρωγαν τα λαχανικά.
Εκείνη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς χιόνισε κι άλλο. κολλήσαμε τα μούτρα μας στο τζάμι και κοιτούσαμε έξω, όταν ξαφνικά είδαμε ένα ζώο, έναν τάρανδο.
Πρέπει να ήταν πληγωμένος, γιατί κούτσαινε. Γονάτισε στο χιόνι κι έκλεισε τα μάτια του.
Έμοιαζε παγωμένος, κουρασμένος και πεινασμένος. Ανατρίχιασε στο κρύο του χιονιά.
- Ελάτε γρήγορα! μας φώναξε η γιαγιά. Πρέπει να τον κουβαλήσουμε μέσα. Πρέπει να τον ζεστάνουμε!
Τρέξαμε έξω κοντά του. Αρχίσαμε να τον χαϊδεύουμε. Ανασηκώθηκε κι άνοιξε το ένα μάτι του. Ύστερα, με τη βοήθεια της γιαγιάς, κουβαλήσαμε τον τάρανδο στο σπίτι μας.