Loading...
28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940Loading...
Loading...
By Letta AbatziLoading...
ΠΕ79.01ΜΑΝΑ ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ
Η προκλητική κήρυξη του πολέμου του 1940
Ο ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΟΣ
Μελαχρινέ Ναπολιτάνε
ο πόλεμος είναι φριχτός
εσύ μαχαίρωσες τον Πάνο
μετά σε σκότωσε κι αυτός
Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι
όπως το θέλησε ο Θεός
να ‘ναι οι λαοί αδελφωμένοι
Μαύροι, λευκοί, ένας λαός
Εσύ στη Νάπολη μπαρμπέρης
κι αυτός ψαράς στο Αιτωλικό
να μάθεις δε θα καταφέρεις
πως φτάσατε στο φονικό
ο πόλεμος είναι φριχτός
εσύ μαχαίρωσες τον Πάνο
μετά σε σκότωσε κι αυτός
Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι
όπως το θέλησε ο Θεός
να ‘ναι οι λαοί αδελφωμένοι
Μαύροι, λευκοί, ένας λαός
Εσύ στη Νάπολη μπαρμπέρης
κι αυτός ψαράς στο Αιτωλικό
να μάθεις δε θα καταφέρεις
πως φτάσατε στο φονικό
Η ΣΗΜΑΙΑ
ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ
Μέσα μας βαθιά για σένα μια λαχτάρα πάντα ζει,
την ελπίδα συμβολίζεις και τη λευτεριά μαζί.
Γαλανόλευκη η θωριά σου και φαντάζεις μες το νου
σαν το κύμα, σαν το γέλιο του πελάγου και τ’ ουρανού .Της τιμής και της ανδρείας την αστείρευτη πηγή
του λευκού σταυρού σου η χάρη δυναμώνει κι ευλογεί.
Κι όσοι χάνονται για σένα σπώντα σίδερα βαριά
ξεψυχούν και τραγουδούνε `’χαίρε ω χαιρ’ ελευτεριά”.
την ελπίδα συμβολίζεις και τη λευτεριά μαζί.
Γαλανόλευκη η θωριά σου και φαντάζεις μες το νου
σαν το κύμα, σαν το γέλιο του πελάγου και τ’ ουρανού .Της τιμής και της ανδρείας την αστείρευτη πηγή
του λευκού σταυρού σου η χάρη δυναμώνει κι ευλογεί.
Κι όσοι χάνονται για σένα σπώντα σίδερα βαριά
ξεψυχούν και τραγουδούνε `’χαίρε ω χαιρ’ ελευτεριά”.
ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του,
μ’ όλα τα φτερά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε, το φουκαρά!
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Τον τσολιά μας τον λεβέντη
βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη
τον μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.
και τη σκούφια την ψηλή του,
μ’ όλα τα φτερά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε, το φουκαρά!
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Τον τσολιά μας τον λεβέντη
βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη
τον μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.
Ξεκινάει την άλλη μέρα,
μα και πάλι ακούει "Αέρα"
από τον τσολιά,
δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι,
ξέρει τη δουλειά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον τσολιά,
κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.
μα και πάλι ακούει "Αέρα"
από τον τσολιά,
δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι,
ξέρει τη δουλειά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον τσολιά,
κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.
Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά,
για να βρουν τον διάβολό τους
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Και οι Κένταυροι οι καημένοι,
βρε τι τρομερό,
νηστικοί, ξελιγωμένοι
πέφτουν στο νερό.
Αχ! Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι,
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά,
για να βρουν τον διάβολό τους
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Και οι Κένταυροι οι καημένοι,
βρε τι τρομερό,
νηστικοί, ξελιγωμένοι
πέφτουν στο νερό.
Αχ! Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι,
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους
κι από μας και τους συμμάχους
τρώνε τη κλωτσιά,
και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν Έλληνες λεβέντες
μεσ’ τη Κορυτσά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική,
Αχ! Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και `πάθαν οι καημένοι
μεγάλη συμφορά,
κι η Ρώμη περιμένει
κι εκείνη τη σειρά.
κι από μας και τους συμμάχους
τρώνε τη κλωτσιά,
και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν Έλληνες λεβέντες
μεσ’ τη Κορυτσά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική,
Αχ! Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και `πάθαν οι καημένοι
μεγάλη συμφορά,
κι η Ρώμη περιμένει
κι εκείνη τη σειρά.
ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠ ΄ΤΟ ΒΡΑΧΩΡΙ
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΕΩΣ 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 1941
Δυο παιδιά απ’ το Βραχώρι
πήρανε βουνά και όρη
για τιμή, για Λευτεριά.
Όμως του εχθρού οι σφαίρες
τους σταμάτησαν τις μέρες
και δε θα γυρίσουν πια.
Το ‘να αγέλαστο κοιμάται
και τη Λευτεριά θυμάται,
τ’ άλλο ξάγρυπνο στο πλάι
το μαχαίρι του τροχάει.
Έστειλαν οι βαθμοφόροι
το μαντάτο στο Βραχώρι
κι’ έκλαιγαν οι κοπελιές.
Επρασίνισε το χώμα
και δε γύρισαν ακόμα
να τινάξουν τις ελιές.
πήρανε βουνά και όρη
για τιμή, για Λευτεριά.
Όμως του εχθρού οι σφαίρες
τους σταμάτησαν τις μέρες
και δε θα γυρίσουν πια.
Το ‘να αγέλαστο κοιμάται
και τη Λευτεριά θυμάται,
τ’ άλλο ξάγρυπνο στο πλάι
το μαχαίρι του τροχάει.
Έστειλαν οι βαθμοφόροι
το μαντάτο στο Βραχώρι
κι’ έκλαιγαν οι κοπελιές.
Επρασίνισε το χώμα
και δε γύρισαν ακόμα
να τινάξουν τις ελιές.