Loading...
Η μικρή ελαφίναLoading...
Loading...
Loading...
Συγγραφή, Αφήγηση: Μίνα ΙωαννίδουΜια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα παραμυθένιο δάσος ζούσε ένα πανέμορφο ελαφάκι. Ήταν τόσο χαριτωμένο που όταν περπατούσε όλα τα ζωάκια σταμάταγαν αυτό που έκαναν και θαύμαζαν την αέρινη περπατησιά του. Αυτό το καταλάβαινε και χαιρόταν πολύ γι’ αυτό.
Ένα δειλινό καθώς έπαιζε μ’ ένα ουράνιο τόξο μπροστά σε μια λιμνούλα, ένας παράξενος ήχος ακούστηκε και το ελαφάκι μας ένιωσε ένα απότομο κάψιμο στην πλάτη. Πόνος δυνατός το έριξε στο μαλακό χώμα κι αυτό σαστισμένο έμεινε εκεί χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει. Τι έγινε; Γιατί δεν μπορούσε να σηκωθεί; Ποιος του έκανε αυτό το κακό;
Μ’ αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα, κάθισε ακίνητο ώσπου άρχισε να νυχτώνει. Το ελαφάκι μας κοίταξε γύρω του φοβισμένο. Έπρεπε να πάει γρήγορα κάπου να προφυλαχτεί. Το βράδυ ήταν επικίνδυνα στο δάσος μακριά από τη ζεστή σου φωλίτσα.
Με όση δύναμη του απέμεινε, σύρθηκε κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά και χώθηκε στη ζεστή της κουφάλα. Αποκαμωμένο καθώς ήταν, δεν άργησε να αποκοιμηθεί. Ήρθε τότε από πάνω του η Νεράιδα των φύλλων και το κοίταξε στοργικά. «Μικρό μου ελαφάκι, θα σε κάνω γρήγορα καλά και σε λίγο θα ευγνωμονείς αυτό που σου συνέβη». Έτσι είπε κι άρχισε να μαζεύει βότανα μαγικά και χυμούς ιαματικούς και να περιποιείται την πληγή του.
Με όση δύναμη του απέμεινε, σύρθηκε κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά και χώθηκε στη ζεστή της κουφάλα. Αποκαμωμένο καθώς ήταν, δεν άργησε να αποκοιμηθεί. Ήρθε τότε από πάνω του η Νεράιδα των φύλλων και το κοίταξε στοργικά. «Μικρό μου ελαφάκι, θα σε κάνω γρήγορα καλά και σε λίγο θα ευγνωμονείς αυτό που σου συνέβη». Έτσι είπε κι άρχισε να μαζεύει βότανα μαγικά και χυμούς ιαματικούς και να περιποιείται την πληγή του.
Μόλις ξύπνησε το πρωί παραξενεμένο, άνοιξε τα ματάκια του και προσπάθησε να καταλάβει πού βρισκόταν. Αμέσως θυμήθηκε τι του είχε συμβεί και προσπάθησε να σηκωθεί. Πονούσε πολύ και το κορμάκι του ήταν ακόμα μουδιασμένο, αλλά το ελαφάκι μας ήταν πεισματάρικο. «Θα τα καταφέρω» είπε, κι άρπαξε ένα κλαδί που βρήκε δίπλα του. Σε λίγο κατάφερε να σταθεί όρθιο στα λιγνά του ποδαράκια που έτρεμαν. «Θα τα καταφέρω» ξανάπε κι άρχισε να περπατά όλο και πιο θαρρετά.
Περπατούσε και περπατούσε ώσπου έφτασε στο σπιτάκι του. Οι αγαπημένοι του το φρόντισαν και σε λίγες μέρες το ελαφάκι μας ήταν πια εντελώς καλά. Έπαιζε και χαιρόταν όπως παλιά. Μόνο που τώρα πια έβλεπες μια όμορφη, μικρή ελαφίνα.
Περπατούσε και περπατούσε ώσπου έφτασε στο σπιτάκι του. Οι αγαπημένοι του το φρόντισαν και σε λίγες μέρες το ελαφάκι μας ήταν πια εντελώς καλά. Έπαιζε και χαιρόταν όπως παλιά. Μόνο που τώρα πια έβλεπες μια όμορφη, μικρή ελαφίνα.
Κάθε απόγευμα της άρεσε να πηγαίνει στη γέρικη βελανιδιά και να κάθεται στη σιωπή της. Κάθε απόγευμα, όλο και κάποιο πληγωμένο ζωάκι ερχόταν να γυρέψει τη θεραπευτική συντροφιά της μικρής ελαφίνας. Γιατί κανένας δεν ξέρει να γιατρεύει καλύτερα από τον ίδιο τον πληγωμένο. Μιλούσαν, μιλούσαν και στο τέλος έφευγαν όλοι με καινούρια φτερά και σιδερένια ψυχή. Η φήμη της είχε φτάσει στα πέρατα του δάσους. Ήταν ο γιατρός των πληγωμένων.
Κάποιες φορές το παλιό της τραύμα την ενοχλούσε, είχε μάθει όμως να το φροντίζει με τον καλύτερο τρόπο. Ήξερε πως ότι χρειάζεται για να γίνουμε καλά βρίσκεται μέσα μας. Ήξερε πως μετά από κάθε πόνο γεμίζουμε με ακόμα περισσότερα δώρα.
Ναι, ήταν ευτυχισμένη η μικρή μας ελαφίνα με αυτό που της είχε συμβεί. Είχε μάθει ν’ απολαμβάνει μόνο τα σπουδαία πράγματα, όπως κάνουν μόνο οι σοφοί. Είχε μάθει πόση δύναμη έκρυβε μέσα της και χαιρόταν τη συντροφιά μόνο αγαπημένων πλασμάτων. Στους φίλους της κάθε φορά δεν παρέλειπε να αναφέρει πόσο σημαντικό είναι ν’ ανακαλύπτουμε τους κρυμμένους μας θησαυρούς και μετά να τους μοιραζόμαστε με αγάπη.