Loading...
ΛευκωσίαLoading...
διήγημα της Βαλεντίνης ΚέκιριτςΓΕ.Λ. Μαραθώνα, 2021-2022
Στην Οδύσσεια του Ομήρου ο Οδυσσέας αφηγείται την ιστορία στον βασιλιά Αλκίνοο.
Τα αφηγήθηκε όλα έτσι όπως έγιναν όμως;
Τι και εάν ο Οδυσσέας δεν αφηγήθηκε ένα
σημαντικό μέρος της ιστορίας του γιατί προτίμησε να το κρατήσει για τον εαυτό του;
Μια ιστορία παραλίγο αγάπης και θυσίας.
Τα αφηγήθηκε όλα έτσι όπως έγιναν όμως;
Τι και εάν ο Οδυσσέας δεν αφηγήθηκε ένα
σημαντικό μέρος της ιστορίας του γιατί προτίμησε να το κρατήσει για τον εαυτό του;
Μια ιστορία παραλίγο αγάπης και θυσίας.
«Βάλτε κερί στα αυτιά σας και μένα δέστε με στο κατάρτι σύντροφοι!» αναφωνώ.
Τα κύματα της θάλασσας χορεύουν δίχως μουσική υπόκρουση καθοδηγούμενα από τον
άνεμο. Εν τέλει, χτυπούν το καράβι ή το προσπερνούν συνεχίζοντας το ταξίδι τους ώσπου να βρουν στεριά και να ξεβράσουν σε μίαν ακρογιαλιά. Άραγε θα φτάσουν κάποια από αυτά στην Ιθάκη;
Ίσως μεταφέρουν ένα κοχύλι το οποίο θα φτάσει στα χέρια της Πηνελόπης. Ίσως το κάνει περιδέραιο και το κρεμάσει γύρω από τον λαιμό της.
Στο πίσω μέρος του μυαλού μου κρύβονται αναμνήσεις. Καλοκαιρινά απογεύματα στην παραλία.
Μάζευε κοχύλια όσο εγώ χάζευα το πέλαγος.
Ανίδεοι και οι δύο. Τυφλά ερωτευμένοι.
Στο ίδιο πέλαγος όπου ζούσαμε τις πιο όμορφες εμπειρίες, άνοιξα πανιά για την καταραμένη Τροία. Στο ίδιο πέλαγος όπου περάσαμε τα πιο όμορφα απογεύματα, έρχομαι αντιμέτωπος με τον ίδιο τον Ποσειδώνα εδώ και χρόνια.
Η αγάπη για την θάλασσα έγινε κατάρα.
Αυτό που αγαπήσαμε κατάφερε να μας χωρίσει.
Δεν γνωρίζω πια εάν η γυναίκα μου συνηθίζει
ακόμη να περπατάει στην άμμο.
Ελπίδα όμως μου δίνει ο ορίζοντας.
Εκεί βρίσκεται η πατρίδα, το σπίτι, ο Τηλέμαχος, η Πηνελόπη.
Τα κύματα της θάλασσας χορεύουν δίχως μουσική υπόκρουση καθοδηγούμενα από τον
άνεμο. Εν τέλει, χτυπούν το καράβι ή το προσπερνούν συνεχίζοντας το ταξίδι τους ώσπου να βρουν στεριά και να ξεβράσουν σε μίαν ακρογιαλιά. Άραγε θα φτάσουν κάποια από αυτά στην Ιθάκη;
Ίσως μεταφέρουν ένα κοχύλι το οποίο θα φτάσει στα χέρια της Πηνελόπης. Ίσως το κάνει περιδέραιο και το κρεμάσει γύρω από τον λαιμό της.
Στο πίσω μέρος του μυαλού μου κρύβονται αναμνήσεις. Καλοκαιρινά απογεύματα στην παραλία.
Μάζευε κοχύλια όσο εγώ χάζευα το πέλαγος.
Ανίδεοι και οι δύο. Τυφλά ερωτευμένοι.
Στο ίδιο πέλαγος όπου ζούσαμε τις πιο όμορφες εμπειρίες, άνοιξα πανιά για την καταραμένη Τροία. Στο ίδιο πέλαγος όπου περάσαμε τα πιο όμορφα απογεύματα, έρχομαι αντιμέτωπος με τον ίδιο τον Ποσειδώνα εδώ και χρόνια.
Η αγάπη για την θάλασσα έγινε κατάρα.
Αυτό που αγαπήσαμε κατάφερε να μας χωρίσει.
Δεν γνωρίζω πια εάν η γυναίκα μου συνηθίζει
ακόμη να περπατάει στην άμμο.
Ελπίδα όμως μου δίνει ο ορίζοντας.
Εκεί βρίσκεται η πατρίδα, το σπίτι, ο Τηλέμαχος, η Πηνελόπη.
«Αφέντη, είστε σίγουρος για αυτή σας την απόφαση; Με κερί στα αυτιά, εάν κάτι πάει
στραβά, φοβάμαι πως δεν θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε. Είναι επικίνδυνο.»
«Έχω ακούσει ιστορίες ναυτικών για αυτά τα τέρατα . Δαίμονες με κεφάλι γοητευτικής
γυναίκας και σώμα αρπακτικού πτηνού. Η φωνή τους γλυκιά, γεμάτη ξόρκια και μαγεία.
Ακούγοντάς τες, τις ερωτεύεσαι. Θες να τις ακολουθήσεις, όμως ο θάνατος δεν αργεί. Δεν
είναι τόσο γλυκός όσο η μελωδία τους. Επώδυνος και βασανιστικός. Θέλω να τις ακούσω.
Το ταξίδι μας, σύντροφοι, ήταν γεμάτο εκπλήξεις. Αντικρίσαμε πράγματα τα οποία θα
φοβέριζαν οποιονδήποτε κοινό θνητό. Θέλω να έχω χαραγμένη τη μελωδία τους στο νου
μου. Να δω με τα ίδια μου τα μάτια και να ακούσω τα ίδια μου τα αυτιά εάν οι ιστορίες
είναι αληθινές. Και αν ο Δίας αποφασίσει πως η μοίρα μου είναι μία σειρήνα που
ερωτεύτηκα να μου φάει την καρδιά απλόχερα θα της χάριζα, ας γίνει»
στραβά, φοβάμαι πως δεν θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε. Είναι επικίνδυνο.»
«Έχω ακούσει ιστορίες ναυτικών για αυτά τα τέρατα . Δαίμονες με κεφάλι γοητευτικής
γυναίκας και σώμα αρπακτικού πτηνού. Η φωνή τους γλυκιά, γεμάτη ξόρκια και μαγεία.
Ακούγοντάς τες, τις ερωτεύεσαι. Θες να τις ακολουθήσεις, όμως ο θάνατος δεν αργεί. Δεν
είναι τόσο γλυκός όσο η μελωδία τους. Επώδυνος και βασανιστικός. Θέλω να τις ακούσω.
Το ταξίδι μας, σύντροφοι, ήταν γεμάτο εκπλήξεις. Αντικρίσαμε πράγματα τα οποία θα
φοβέριζαν οποιονδήποτε κοινό θνητό. Θέλω να έχω χαραγμένη τη μελωδία τους στο νου
μου. Να δω με τα ίδια μου τα μάτια και να ακούσω τα ίδια μου τα αυτιά εάν οι ιστορίες
είναι αληθινές. Και αν ο Δίας αποφασίσει πως η μοίρα μου είναι μία σειρήνα που
ερωτεύτηκα να μου φάει την καρδιά απλόχερα θα της χάριζα, ας γίνει»
Δεν λαμβάνω καμία απάντηση. Μόνο σιωπή. Ολοφάνερα ανήσυχοι με κοιτούν και
διστακτικά κουνούν καταφατικά τα κεφάλια τους.
Δεν τους κατηγορώ όμως. Οι σειρήνες είναι επικίνδυνα, χωρίς αισθήματα τέρατα. Η Κίρκη μας ενημέρωσε για αυτές στο νησί της.
Καθώς έβλεπα τον τρόμο να σχηματίζεται στα πρόσωπα των συντρόφων μου, εγώ γέμισα
το μυαλό μου με ερωτήματα. Τα βράδια γύρω από τη φωτιά μας διηγούνταν ιστορίες. Ήταν
συναρπαστικές. Τις παρακολουθούσα με προσοχή ενώ πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου
να τις συγκρίνω με τις ιστορίες που άκουγα στην Τροία. Έτσι μέσα μου άναψε η φλόγα της
περιέργειας. Μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο. Τώρα όμως βρίσκεται στο
μεγαλείο της. Όσο πλησιάζουμε, τόσο περισσότερο τη νιώθω να δυναμώνει.
Οι σύντροφοι ακολουθούν τις εντολές μου. Με τη βοήθεια δύο ανδρών δένομαι στο
κατάρτι. Σηκώνω το κεφάλι μου και αντικρίζω ένα κομμάτι στεριάς να σμίγει με τη
θάλασσα. Αυτό είναι. Το νησί Ανθεμόεσσα ή αλλιώς γνωστό ως «Η νήσος των Σειρήνων».
Καθώς πλέουμε προς αυτό, ο ήλιος δύει. Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Σαν βελούδινο πέπλο
απλώνεται πάνω από τα κεφάλια μας. Το βλέμμα μου προσηλώνεται στην έκρηξη
χρωμάτων. Άπειρες αποχρώσεις μου κόβουν την ανάσα. Παρατηρώ χρώματα που δεν είχα
ξαναδεί ποτέ. Χρώματα χωρίς δικό τους όνομα. Κρίμα, κάποια από αυτά αξίζουν μία δική
τους ξεχωριστή ονομασία. Όπως αυτή η απόχρωση του μπλε. Ή μήπως είναι απόχρωση του
μωβ; Μπορεί να είναι και τα δύο αυτά μαζί ίσως και κανένα. Το ενδιαφέρον όμως είναι πως
ο κάθε άνθρωπος θα το περιέγραφε διαφορετικά. Με τον τρόπο που το βλέπει, από την
δική του οπτική γωνία εάν μόνο σήκωνε το κεφάλι του, το παρατηρούσε και το θαύμαζε.
διστακτικά κουνούν καταφατικά τα κεφάλια τους.
Δεν τους κατηγορώ όμως. Οι σειρήνες είναι επικίνδυνα, χωρίς αισθήματα τέρατα. Η Κίρκη μας ενημέρωσε για αυτές στο νησί της.
Καθώς έβλεπα τον τρόμο να σχηματίζεται στα πρόσωπα των συντρόφων μου, εγώ γέμισα
το μυαλό μου με ερωτήματα. Τα βράδια γύρω από τη φωτιά μας διηγούνταν ιστορίες. Ήταν
συναρπαστικές. Τις παρακολουθούσα με προσοχή ενώ πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου
να τις συγκρίνω με τις ιστορίες που άκουγα στην Τροία. Έτσι μέσα μου άναψε η φλόγα της
περιέργειας. Μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο. Τώρα όμως βρίσκεται στο
μεγαλείο της. Όσο πλησιάζουμε, τόσο περισσότερο τη νιώθω να δυναμώνει.
Οι σύντροφοι ακολουθούν τις εντολές μου. Με τη βοήθεια δύο ανδρών δένομαι στο
κατάρτι. Σηκώνω το κεφάλι μου και αντικρίζω ένα κομμάτι στεριάς να σμίγει με τη
θάλασσα. Αυτό είναι. Το νησί Ανθεμόεσσα ή αλλιώς γνωστό ως «Η νήσος των Σειρήνων».
Καθώς πλέουμε προς αυτό, ο ήλιος δύει. Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Σαν βελούδινο πέπλο
απλώνεται πάνω από τα κεφάλια μας. Το βλέμμα μου προσηλώνεται στην έκρηξη
χρωμάτων. Άπειρες αποχρώσεις μου κόβουν την ανάσα. Παρατηρώ χρώματα που δεν είχα
ξαναδεί ποτέ. Χρώματα χωρίς δικό τους όνομα. Κρίμα, κάποια από αυτά αξίζουν μία δική
τους ξεχωριστή ονομασία. Όπως αυτή η απόχρωση του μπλε. Ή μήπως είναι απόχρωση του
μωβ; Μπορεί να είναι και τα δύο αυτά μαζί ίσως και κανένα. Το ενδιαφέρον όμως είναι πως
ο κάθε άνθρωπος θα το περιέγραφε διαφορετικά. Με τον τρόπο που το βλέπει, από την
δική του οπτική γωνία εάν μόνο σήκωνε το κεφάλι του, το παρατηρούσε και το θαύμαζε.