Book Creator

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

by ΓΥΜΝΑΣΙΟ - Λ.Τ. ΚΑΛΛΙΑΝΩΝ

Cover

Loading...
6ος Παγκορινθιακός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Συμμετοχή Γυμνασίου Λ.Τ. Καλλιάνων
Loading...
Loading...
Αναγνώστου Τζένη
Δούρου Βασιλική
Τζενεράλης Αναστάσης
Τόσκα Μάγδα
Αναγνώστου Τζένη
Θα μπορούσε να ήταν και παραμύθι και να άρχιζε όπως όλα τα παραμύθια: «Μια φορά και έναν καιρό…» αλλά δεν ήταν. Κανένα παραμύθι δεν ταίριαζε στη ζωή του δεκαπεντάχρονου κοριτσιού που εδώ και ώρα προσπαθούσε να γράψει την εργασία στο μάθημα της Γλώσσας, με θέμα την Ελευθερία. Έγραφε, έγραφε, έγραφε μέχρι τη στιγμή που άκουσε την πόρτα του δωματίου της να ανοίγει και τη μητέρα της να εμφανίζεται μπροστά της. Διστακτικά μπήκε μέσα, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της και της ανακοίνωσε αυτό που είχε καταλάβει εδώ και καιρό: οι γονείς της είχαν χωρίσει. Θα έφευγαν οι δυο τους για μια άλλη πόλη αρκετά μακριά. Θα έρχονταν όμως στις γιορτές και στις διακοπές. Μαύρη πέτρα δεν θα έριχναν.
 Μόνη της με τη μαμά της. Οι δυο τους σε ένα μικρό σπίτι, 55 τετραγωνικών, σε μια πολυκατοικία στην άκρη της πόλης. Στο διπλανό διαμέρισμα από αυτό που βρέθηκε να ζει, ένα πρωί γνώρισε μία 14χρονη κοπελίτσα, μελαγχολική, μοναχική. Είδε τη σκιά της να σχηματίζεται στο διαχωριστικό τζάμι του μπαλκονιού και να της φωνάζει «Είσαι εκεί; Εγώ πάντως είμαι εδώ».
Θα μπορούσε να ήταν και παραμύθι και να άρχιζε όπως όλα τα παραμύθια: «Μια φορά και έναν καιρό…» αλλά δεν ήταν. Κανένα παραμύθι δεν ταίριαζε στη ζωή του δεκαπεντάχρονου κοριτσιού που εδώ και ώρα προσπαθούσε να γράψει την εργασία στο μάθημα της Γλώσσας, με θέμα την Ελευθερία. Έγραφε, έγραφε, έγραφε μέχρι τη στιγμή που άκουσε την πόρτα του δωματίου της να ανοίγει και τη μητέρα της να εμφανίζεται μπροστά της. Διστακτικά μπήκε μέσα, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της και της ανακοίνωσε αυτό που είχε καταλάβει εδώ και καιρό: οι γονείς της είχαν χωρίσει. Θα έφευγαν οι δυο τους για μια άλλη πόλη αρκετά μακριά. Θα έρχονταν όμως στις γιορτές και στις διακοπές. Μαύρη πέτρα δεν θα έριχναν.
 Μόνη της με τη μαμά της. Οι δυο τους σε ένα μικρό σπίτι, 55 τετραγωνικών, σε μια πολυκατοικία στην άκρη της πόλης. Στο διπλανό διαμέρισμα από αυτό που βρέθηκε να ζει, ένα πρωί γνώρισε μία 14χρονη κοπελίτσα, μελαγχολική, μοναχική. Είδε τη σκιά της να σχηματίζεται στο διαχωριστικό τζάμι του μπαλκονιού και να της φωνάζει «Είσαι εκεί; Εγώ πάντως είμαι εδώ».
Από κείνη τη μέρα, κάθε μέρα η ίδια ερώτηση και κάθε μέρα να της ανοίγεται όλο και πιο πολύ. Έμαθε λοιπόν ότι οι γονείς της τής επιβάλανε να μην βγαίνει έξω. Ούτε σχολείο πήγαινε αν και η μαμά της ήταν καθηγήτρια, σε σύνταξη βέβαια. Της έκανε μαθήματα στο σπίτι, σε αυτό το σπίτι που φυλάκισαν την 14χρονη Μαργαρίτα από τη μέρα που ένα αυτοκίνητο πήρε τη ζωή της μεγάλης της αδερφής.
«Δεν θέλουν να βιώσουν τον ίδιο πόνο. Προστατεύουν το κορίτσι τους, με περίεργο τρόπο όμως…» είπε η μαμά της όταν η Γιώτα άρχισε να της διηγείται τη σχέση που άρχισε να αναπτύσσει με το κορίτσι στο διπλανό μπαλκόνι, τη μικρή Μαργαρίτα που είχε πάρει ακόμα και το όνομα της χαμένης της αδερφής.
«Τον κόσμο μαθαίνει μέσα από σένα. Εσύ είσαι ο κόσμος για αυτήν», της έλεγε η μαμά της. Άκουγε τη Μαργαρίτα να πηγαίνει κρυφά από το μπαλκόνι και να ψιθυρίζει στη Γιώτα να της πει όσα η ίδια δεν μπορούσε να ξέρει. «τι χρώμα έχουν οι τάξεις; Πώς είναι μια τάξη; Πόσα παιδιά ; Πώς ακούγεται το κουδούνι; Τι κάνετε στα διαλείμματα; Πώς είναι να πηγαίνεις εκδρομή; Το λεωφορείο; Είναι μεγάλο; Κοιμόσαστε και σε ξενοδοχείο; Ποτέ δεν έχω δει από κοντά. Πώς είναι;» Από την άλλη και η Γιώτα περίμενε με ανυπομονησία να ακούσει τη φίλη της να την φωνάζει. Μόνη της κι αυτή εκεί στον έξω κόσμο από τον οποίο ήταν αποκλεισμένη η Μαργαρίτα. Καινούρια πόλη, καινούριο σχολείο, καινούρια ζωή και η Μαργαρίτα ήταν η μοναδική της συντροφιά, η μοναδική που την ρώταγε καθημερινά «πώς νιώθεις σήμερα? Ήταν καλύτερα;» 
Από κείνη τη μέρα, κάθε μέρα η ίδια ερώτηση και κάθε μέρα να της ανοίγεται όλο και πιο πολύ. Έμαθε λοιπόν ότι οι γονείς της τής επιβάλανε να μην βγαίνει έξω. Ούτε σχολείο πήγαινε αν και η μαμά της ήταν καθηγήτρια, σε σύνταξη βέβαια. Της έκανε μαθήματα στο σπίτι, σε αυτό το σπίτι που φυλάκισαν την 14χρονη Μαργαρίτα από τη μέρα που ένα αυτοκίνητο πήρε τη ζωή της μεγάλης της αδερφής.
«Δεν θέλουν να βιώσουν τον ίδιο πόνο. Προστατεύουν το κορίτσι τους, με περίεργο τρόπο όμως…» είπε η μαμά της όταν η Γιώτα άρχισε να της διηγείται τη σχέση που άρχισε να αναπτύσσει με το κορίτσι στο διπλανό μπαλκόνι, τη μικρή Μαργαρίτα που είχε πάρει ακόμα και το όνομα της χαμένης της αδερφής.
«Τον κόσμο μαθαίνει μέσα από σένα. Εσύ είσαι ο κόσμος για αυτήν», της έλεγε η μαμά της. Άκουγε τη Μαργαρίτα να πηγαίνει κρυφά από το μπαλκόνι και να ψιθυρίζει στη Γιώτα να της πει όσα η ίδια δεν μπορούσε να ξέρει. «τι χρώμα έχουν οι τάξεις; Πώς είναι μια τάξη; Πόσα παιδιά ; Πώς ακούγεται το κουδούνι; Τι κάνετε στα διαλείμματα; Πώς είναι να πηγαίνεις εκδρομή; Το λεωφορείο; Είναι μεγάλο; Κοιμόσαστε και σε ξενοδοχείο; Ποτέ δεν έχω δει από κοντά. Πώς είναι;» Από την άλλη και η Γιώτα περίμενε με ανυπομονησία να ακούσει τη φίλη της να την φωνάζει. Μόνη της κι αυτή εκεί στον έξω κόσμο από τον οποίο ήταν αποκλεισμένη η Μαργαρίτα. Καινούρια πόλη, καινούριο σχολείο, καινούρια ζωή και η Μαργαρίτα ήταν η μοναδική της συντροφιά, η μοναδική που την ρώταγε καθημερινά «πώς νιώθεις σήμερα? Ήταν καλύτερα;» 
Όταν η Μαργαρίτα άρχισε να αναρωτιέται και να ρωτάει τους γονείς της γιατί να μην μπορεί να πηγαίνει και αυτή σχολείο, να βγαίνει έξω, είμαι παιδί τους έλεγε, είμαι και εγώ όπως τα άλλα παιδιά, η μητέρα της με τρεμάμενη φωνή της έλεγε σε παρακαλώ Μαργαρίτα, μην με χτυπάς εκεί που πονάω, είναι για καλό σου και η Μαργαρίτα τότε έφτασε να σκέφτεται ότι δεν θέλει το καλό της αλλά αυτό που θέλει είναι να είναι όπως τα άλλα παιδιά.
Όταν η μαμά της Γιώτας αποφάσισε ότι θα έπρεπε να πάρει θέση και να βοηθήσει το κορίτσι, είπε στη Γιώτα ότι εάν οι γονείς της Μαργαρίτας δεν έστελναν το παιδί τους σχολείο, αυτή θα απευθυνόταν στην Πρόνοια. Ο πατέρας όμως ήταν κάθετος και δήλωσε ότι δεν τον νοιάζουν οι απειλές και ότι δεν υπάρχει περίπτωση η Μαργαρίτα να βγει από το σπίτι πριν τα 18. Όταν κάποιο μεσημέρι χτύπησε το κουδούνι η δικαστικός, ο πατέρας μαζί με το κορίτσι του προσπάθησε να διαφύγει. Την πήρε μαζί του, άρχισε να τη σέρνει και έτρεξαν μαζί στο δρόμο, έξω. Δεν πρόλαβαν όμως να πάνε μακριά.
Ο πατέρας βρέθηκε με χειροπέδες στο αστυνομικό τμήμα. Δίπλα του η Μαργαρίτα η οποία τον κοίταζε μέσα στα μάτια προσπαθώντας να καταλάβει γιατί ζούσε αυτή την αλλοπρόσαλλη, περίεργη ζωή. Σε κάποια στιγμή ο πατέρας έβγαλε να ανάψει ένα τσιγάρο και γύρισε και της είπε «Όλα για ένα πακέτο τσιγάρα. Όλα για αυτό». Τότε η Μαργαρίτα έμαθε για της ιστορία της αδερφής της. Πώς είχαν βγει βόλτα με τον πατέρα της, πώς αυτός της κράταγε σφιχτά το χέρι, πώς της το άφης εμόνο για μια στιγμή για να πληρώσει στο περίπτερο, το πακέτο τα τσιγάρα, πώς άκουσε τα φρένα του αυτοκινήτου και την κραυγή της αδερφής της. «Εγώ φταίω, Μαργαρίτα. Εγώ για όλα… Συγνώμη» 
PrevNext