Loading...
Loading...
Loading...
Ιστορίες από τους μαθητές του Στ3', στα πλαίσια της Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού ΒιβλίουLoading...
Επιμέλεια: Έλενα ΜαντατζήΟι περιπέτειες της Μαρίας
Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα μικρό και όμορφο χωριουδάκι ζούσε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Μαρία. Ήταν ένα χαρούμενο και χαμογελαστό παιδάκι που της άρεσε να παίζει με τις ώρες στην αυλή του σπιτιού της.
Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα μικρό και όμορφο χωριουδάκι ζούσε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Μαρία. Ήταν ένα χαρούμενο και χαμογελαστό παιδάκι που της άρεσε να παίζει με τις ώρες στην αυλή του σπιτιού της.
Μια μέρα όμως, οι γονείς της, της είπαν ότι έπρεπε να μετακομίσουν σε μια μεγάλη πόλη. Η Μαρία αν και στεναχωρήθηκε που θα έφευγε από το χωριό και από την αγαπημένη της αυλή, ενθουσιάστηκε κιόλας που θα έβλεπε από κοντά μια μεγάλη πόλη. Πίστευε ότι εκεί θα υπήρχαν πολλά πράγματα να δει και να ανακαλύψει.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και η Μαρία βρέθηκε από την μεγάλη αυλή του σπιτιού στο χωριό στη μικρή αυλή της πολυκατοικίας. Σιγά σιγά άρχισε να βαριέται, αφού στην πολυκατοικία δεν υπήρχαν άλλα παιδιά για να παίζει. Έτσι, άρχισε να σκέφτεται πως θα ήταν ωραία να βγει βόλτα και να γνωρίσει την πόλη.
Ένα απόγευμα λοιπόν που βαριόταν πολύ, γιατί πάλι έπαιζε μόνη της, αποφάσισε να πάει μια βόλτα, χωρίς τους γονείς της. Περπάτησε αρκετή ώρα στρίβοντας δεξιά και αριστερά στους δρόμους και χαζεύοντας τα σπίτια και τα μαγαζιά. Όταν κάποια στιγμή κουράστηκε, αποφάσισε να γυρίσει σπίτι.
Κοίταξε γύρω της, αλλά δεν θυμόταν από πού είχε έρθει και είχε νυχτώσει κιόλας.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και η Μαρία βρέθηκε από την μεγάλη αυλή του σπιτιού στο χωριό στη μικρή αυλή της πολυκατοικίας. Σιγά σιγά άρχισε να βαριέται, αφού στην πολυκατοικία δεν υπήρχαν άλλα παιδιά για να παίζει. Έτσι, άρχισε να σκέφτεται πως θα ήταν ωραία να βγει βόλτα και να γνωρίσει την πόλη.
Ένα απόγευμα λοιπόν που βαριόταν πολύ, γιατί πάλι έπαιζε μόνη της, αποφάσισε να πάει μια βόλτα, χωρίς τους γονείς της. Περπάτησε αρκετή ώρα στρίβοντας δεξιά και αριστερά στους δρόμους και χαζεύοντας τα σπίτια και τα μαγαζιά. Όταν κάποια στιγμή κουράστηκε, αποφάσισε να γυρίσει σπίτι.
Κοίταξε γύρω της, αλλά δεν θυμόταν από πού είχε έρθει και είχε νυχτώσει κιόλας.
Προχώρησε λίγο, έστριψε δεξιά, έστριψε αριστερά, αλλά μπερδεύτηκε πιο πολύ. Πώς θα πήγαινε τώρα στο σπίτι; Και πού είναι όλος ο κόσμος που κυκλοφορούσε;
Έκατσε σε ένα παγκάκι κι έβαλε τα κλάματα. Καθόταν εκεί για ώρα, ώσπου την άκουσε μια γιαγιά που περνούσε από εκεί και την λυπήθηκε. Την πήρε μαζί της στο σπίτι, αλλά η Μαρία φοβόταν πολύ. Η γιαγιά της είπε πως δεν έπρεπε να φοβάται και της έβαλε να φάει. Της υποσχέθηκε μάλιστα πως θα τη βοηθούσε να βρει τους γονείς της.
Την επόμενη μέρα το πρωί η Μαρία κατάλαβε ότι η γιαγιά ήταν αρκετά φτωχή και ζούσε μόνη. Μάλιστα, το προηγούμενο βράδυ είχε μείνει νηστική για να της δώσει το φαγητό της. Η γιαγιά πήρε τη Μαρία από το χέρι και πήγανε στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί οι αστυνομικοί κατάφεραν να βρουν τους γονείς της Μαρίας και σε λίγες ώρες η μικρή Μαρία ήταν και πάλι στο σπίτι της.
Μόνο που πλέον στο σπίτι ζούσαν τέσσερις άνθρωποι. Οι γονείς της μόλις έμαθαν με πόση καλοσύνη είχε φερθεί η γιαγιά στην κόρη τους, της ζήτησαν να μείνει κι αυτή μαζί τους. Έτσι, η Μαρία χάρηκε που θα είχε μια γιαγιά να την προσέχει. Από τότε ζούνε ευτυχισμένοι όλοι μαζί.
Έκατσε σε ένα παγκάκι κι έβαλε τα κλάματα. Καθόταν εκεί για ώρα, ώσπου την άκουσε μια γιαγιά που περνούσε από εκεί και την λυπήθηκε. Την πήρε μαζί της στο σπίτι, αλλά η Μαρία φοβόταν πολύ. Η γιαγιά της είπε πως δεν έπρεπε να φοβάται και της έβαλε να φάει. Της υποσχέθηκε μάλιστα πως θα τη βοηθούσε να βρει τους γονείς της.
Την επόμενη μέρα το πρωί η Μαρία κατάλαβε ότι η γιαγιά ήταν αρκετά φτωχή και ζούσε μόνη. Μάλιστα, το προηγούμενο βράδυ είχε μείνει νηστική για να της δώσει το φαγητό της. Η γιαγιά πήρε τη Μαρία από το χέρι και πήγανε στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί οι αστυνομικοί κατάφεραν να βρουν τους γονείς της Μαρίας και σε λίγες ώρες η μικρή Μαρία ήταν και πάλι στο σπίτι της.
Μόνο που πλέον στο σπίτι ζούσαν τέσσερις άνθρωποι. Οι γονείς της μόλις έμαθαν με πόση καλοσύνη είχε φερθεί η γιαγιά στην κόρη τους, της ζήτησαν να μείνει κι αυτή μαζί τους. Έτσι, η Μαρία χάρηκε που θα είχε μια γιαγιά να την προσέχει. Από τότε ζούνε ευτυχισμένοι όλοι μαζί.
Μαρκέλλα
Εξερεύνηση στα χρόνια των δεινοσαύρων
Ένα πρωινό σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα στην φύση. Πήρα το μαγικό βραχιόλι μου και έφυγα από το σπίτι μου. Έτσι όπως περπατούσα βρήκα ένα σπήλαιο. Χωρίς καμία σκέψη μπήκα μέσα, άναψα τον φακό μου και άρχισα την εξερεύνηση του σπηλαίου. Μετά από μία ώρα βρήκα μία έξοδο. Έτσι κατάφερα και βγήκα!
Νόμιζα πως ήμουν στην εποχή των δεινοσαύρων. Είχε ανθρώπους μαϊμούδες και δεινοσαύρους που τους έτρωγαν. Πάτησα το μαγικό μου βραχιόλι και έγινα αόρατη.
Εξερεύνησα τον κόσμο τους, ήταν πολύ ενδιαφέρον! Μετά από λίγη ώρα αποφάσισα να φύγω. Στην είσοδο συνάντησα μια ομάδα από επιστήμονες, τους ρώτησα, γιατί ήρθαν εδώ και αυτοί ξαφνιασμένοι και φοβισμένοι με ρώτησαν:
-Ποιος είσαι; Που είσαι;
Ένα πρωινό σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα στην φύση. Πήρα το μαγικό βραχιόλι μου και έφυγα από το σπίτι μου. Έτσι όπως περπατούσα βρήκα ένα σπήλαιο. Χωρίς καμία σκέψη μπήκα μέσα, άναψα τον φακό μου και άρχισα την εξερεύνηση του σπηλαίου. Μετά από μία ώρα βρήκα μία έξοδο. Έτσι κατάφερα και βγήκα!
Νόμιζα πως ήμουν στην εποχή των δεινοσαύρων. Είχε ανθρώπους μαϊμούδες και δεινοσαύρους που τους έτρωγαν. Πάτησα το μαγικό μου βραχιόλι και έγινα αόρατη.
Εξερεύνησα τον κόσμο τους, ήταν πολύ ενδιαφέρον! Μετά από λίγη ώρα αποφάσισα να φύγω. Στην είσοδο συνάντησα μια ομάδα από επιστήμονες, τους ρώτησα, γιατί ήρθαν εδώ και αυτοί ξαφνιασμένοι και φοβισμένοι με ρώτησαν:
-Ποιος είσαι; Που είσαι;
Πάτησα ξανά το μαγικό μου βραχιόλι κι έγινα ξανά ορατή. Μετά από πολύ ώρα συζήτησης, κατάλαβα ότι έπρεπε να τους βοηθήσω.
Ένας κομήτης θα έπεφτε σε εκείνο το μέρος και θα σκοτώνονταν πολλοί άνθρωποι μαϊμούδες. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να φέρουμε τους ανθρώπους μαϊμούδες στο τώρα.
Και όπως πάντα εγώ είχα την λύση! Εγώ θα γινόμουν δυνατή, αθάνατη, τεράστια και γρήγορη και οι επιστήμονες θα μου έλεγαν πού είναι οι άνθρωποι μαϊμούδες. Θα μάζευα τους ανθρώπους μαϊμούδες μέσα στην τσάντα μου και θα τους μεταφέραμε μαζί, στο τώρα, παίρνοντας τους μέσα από το σπήλαιο! Στο τέλος θα γινόμουνα μικροσκοπική και θα κλείναμε την πύλη.
Το σχέδιο μας πέτυχε! Τώρα αυτοί οι άνθρωποι μαϊμούδες είναι απλώς άνθρωποι.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...
Ένας κομήτης θα έπεφτε σε εκείνο το μέρος και θα σκοτώνονταν πολλοί άνθρωποι μαϊμούδες. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να φέρουμε τους ανθρώπους μαϊμούδες στο τώρα.
Και όπως πάντα εγώ είχα την λύση! Εγώ θα γινόμουν δυνατή, αθάνατη, τεράστια και γρήγορη και οι επιστήμονες θα μου έλεγαν πού είναι οι άνθρωποι μαϊμούδες. Θα μάζευα τους ανθρώπους μαϊμούδες μέσα στην τσάντα μου και θα τους μεταφέραμε μαζί, στο τώρα, παίρνοντας τους μέσα από το σπήλαιο! Στο τέλος θα γινόμουνα μικροσκοπική και θα κλείναμε την πύλη.
Το σχέδιο μας πέτυχε! Τώρα αυτοί οι άνθρωποι μαϊμούδες είναι απλώς άνθρωποι.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...
Άρτεμις
Μία άσχημη βόλτα...
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν δύο φίλες η Φαίη και η Ξένια που πήγαν να επισκεφτούν τους παππούδες τους σε ένα μικρό χωριό στους πρόποδες ενός βουνού.
Ένα πρωί
αποφάσισαν να πάνε μια βόλτα στο δάσος και να απολαύσουν την φύση. Στην διάρκεια της βόλτας τους είδαν μία πηγή με νερό και κάθισαν να πιούν λίγο από αυτό. Γύρω από την πηγή υπήρχαν πολλά είδη λουλουδιών που τα κορίτσια δεν είχαν ξαναδεί και αποφάσισαν να μαζέψουν λίγα. Καθώς περπατούσαν άκουσαν μία φωνή από ένα πουλάκι και ακολούθησαν την φωνή του. Έκπληκτες είδαν ένα πουλάκι με σπασμένο φτερό και σκέφτηκαν να το πάρουν μαζί τους.
Καθώς επέστρεφαν σπίτι είδαν κι ένα σκιουράκι και αποφάσισαν να το ακολουθήσουν. Όσο το ακολουθούσαν έμπαιναν όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος, ώσπου έχασαν τον δρόμο της επιστροφής.
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν δύο φίλες η Φαίη και η Ξένια που πήγαν να επισκεφτούν τους παππούδες τους σε ένα μικρό χωριό στους πρόποδες ενός βουνού.
Ένα πρωί
αποφάσισαν να πάνε μια βόλτα στο δάσος και να απολαύσουν την φύση. Στην διάρκεια της βόλτας τους είδαν μία πηγή με νερό και κάθισαν να πιούν λίγο από αυτό. Γύρω από την πηγή υπήρχαν πολλά είδη λουλουδιών που τα κορίτσια δεν είχαν ξαναδεί και αποφάσισαν να μαζέψουν λίγα. Καθώς περπατούσαν άκουσαν μία φωνή από ένα πουλάκι και ακολούθησαν την φωνή του. Έκπληκτες είδαν ένα πουλάκι με σπασμένο φτερό και σκέφτηκαν να το πάρουν μαζί τους.
Καθώς επέστρεφαν σπίτι είδαν κι ένα σκιουράκι και αποφάσισαν να το ακολουθήσουν. Όσο το ακολουθούσαν έμπαιναν όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος, ώσπου έχασαν τον δρόμο της επιστροφής.