Loading...
'Αννα ΦρανκLoading...

Loading...
Βιβλίο 3Loading...
Φαντάσου ότι είσαι η Άννα. Να παρουσιάσεις τις συνθήκες ζωής σου στο κρησφύγετο περιγράφοντας παράλληλα τα συναισθήματα που δοκιμάζεις βιώνοντας μία τόσο ιδιαίτερη καθημερινότητα.


Τρίτη, 10 Νοεμβρίου
1942
Αγαπητή Κίτυ,
Σήμερα οι φωνές της μητέρας με ξύπνησαν
από τα χαράματα. Η μητέρα είναι μονίμως θυμωμένη μαζί μου και ο πατέρας
προσπαθεί να την ηρεμίσει, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα βέβαια. Ακόμη κι ο ίδιος
έχει καταλάβει ότι η συμπεριφορά της μας εκθέτει σε κίνδυνο. Η λύση όμως δεν
είναι να είμαι πάντα εγώ η κατηγορούμενη για να ησυχάζει η μητέρα. Πρέπει να
κατανοήσει πως κι εγώ δεν αντέχω να είμαι κλεισμένη εδώ μέσα. Από τη μία πλευρά
έχω τη Μαργκότ να με αγνοεί και μόνο όταν τη συμφέρει, να θυμάται πως υπάρχω.
Aπό την άλλη έχω τη μητέρα να με κατακρίνει και να με κατηγορεί για τα πάντα.
Ακόμη και το γεγονός ότι γράφω
ημερολόγιο την ενοχλεί! Νομίζω πως αν μείνω κι άλλο εγκλωβισμένη εδώ μέσα θα
τρελαθώ. Όλοι θεωρούν πως βρίσκομαι στον κόσμο μου, πως δεν έχω κι εγώ την
ανάγκη επικοινωνίας, αγάπης… Πως δε ζω κι εγώ κλεισμένη σε ένα σκονισμένο,
ξύλινο, παγωμένο, μικροσκοπικό δωμάτιο γεμάτο ζωύφια και τρεις ανθρώπους να
σχολιάζουν την παραμικρή μου κίνηση. Χρειάζομαι κι εγώ κάποιον να με παρηγορήσει,
να μου δώσει δύναμη κι αισιοδοξία. Πώς μπορώ όμως να είμαι αισιόδοξη όταν ζω
καθημερινά υπό την απειλή του θανάτου; Κι αν δεν τα καταφέρω πώς θα γίνω
συγγραφέας; Πώς θα μείνω αθάνατη; Ελπίζω τουλάχιστον εσύ να μη με κρίνεις και να
με καταλαβαίνεις, διότι είμαι απλά ένας άνθρωπος που κάποιες φορές χρειάζεται
κάποιον να μιλήσει.
1942
Αγαπητή Κίτυ,
Σήμερα οι φωνές της μητέρας με ξύπνησαν
από τα χαράματα. Η μητέρα είναι μονίμως θυμωμένη μαζί μου και ο πατέρας
προσπαθεί να την ηρεμίσει, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα βέβαια. Ακόμη κι ο ίδιος
έχει καταλάβει ότι η συμπεριφορά της μας εκθέτει σε κίνδυνο. Η λύση όμως δεν
είναι να είμαι πάντα εγώ η κατηγορούμενη για να ησυχάζει η μητέρα. Πρέπει να
κατανοήσει πως κι εγώ δεν αντέχω να είμαι κλεισμένη εδώ μέσα. Από τη μία πλευρά
έχω τη Μαργκότ να με αγνοεί και μόνο όταν τη συμφέρει, να θυμάται πως υπάρχω.
Aπό την άλλη έχω τη μητέρα να με κατακρίνει και να με κατηγορεί για τα πάντα.
Ακόμη και το γεγονός ότι γράφω
ημερολόγιο την ενοχλεί! Νομίζω πως αν μείνω κι άλλο εγκλωβισμένη εδώ μέσα θα
τρελαθώ. Όλοι θεωρούν πως βρίσκομαι στον κόσμο μου, πως δεν έχω κι εγώ την
ανάγκη επικοινωνίας, αγάπης… Πως δε ζω κι εγώ κλεισμένη σε ένα σκονισμένο,
ξύλινο, παγωμένο, μικροσκοπικό δωμάτιο γεμάτο ζωύφια και τρεις ανθρώπους να
σχολιάζουν την παραμικρή μου κίνηση. Χρειάζομαι κι εγώ κάποιον να με παρηγορήσει,
να μου δώσει δύναμη κι αισιοδοξία. Πώς μπορώ όμως να είμαι αισιόδοξη όταν ζω
καθημερινά υπό την απειλή του θανάτου; Κι αν δεν τα καταφέρω πώς θα γίνω
συγγραφέας; Πώς θα μείνω αθάνατη; Ελπίζω τουλάχιστον εσύ να μη με κρίνεις και να
με καταλαβαίνεις, διότι είμαι απλά ένας άνθρωπος που κάποιες φορές χρειάζεται
κάποιον να μιλήσει.
Ελένη Σ.
Τρίτη, 10 Νοεμβρίου
1942
Αγαπητή Κίτυ,
Σήμερα οι φωνές της μητέρας με ξύπνησαν
από τα χαράματα. Η μητέρα είναι μονίμως θυμωμένη μαζί μου και ο πατέρας
προσπαθεί να την ηρεμίσει, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα βέβαια. Ακόμη κι ο ίδιος
έχει καταλάβει ότι η συμπεριφορά της μας εκθέτει σε κίνδυνο. Η λύση όμως δεν
είναι να είμαι πάντα εγώ η κατηγορούμενη για να ησυχάζει η μητέρα. Πρέπει να
κατανοήσει πως κι εγώ δεν αντέχω να είμαι κλεισμένη εδώ μέσα. Από τη μία πλευρά
έχω τη Μαργκότ να με αγνοεί και μόνο όταν τη συμφέρει, να θυμάται πως υπάρχω.
Aπό την άλλη έχω τη μητέρα να με κατακρίνει και να με κατηγορεί για τα πάντα.
Ακόμη και το γεγονός ότι γράφω
ημερολόγιο την ενοχλεί! Νομίζω πως αν μείνω κι άλλο εγκλωβισμένη εδώ μέσα θα
τρελαθώ. Όλοι θεωρούν πως βρίσκομαι στον κόσμο μου, πως δεν έχω κι εγώ την
ανάγκη επικοινωνίας, αγάπης… Πως δε ζω κι εγώ κλεισμένη σε ένα σκονισμένο,
ξύλινο, παγωμένο, μικροσκοπικό δωμάτιο γεμάτο ζωύφια και τρεις ανθρώπους να
σχολιάζουν την παραμικρή μου κίνηση. Χρειάζομαι κι εγώ κάποιον να με παρηγορήσει,
να μου δώσει δύναμη κι αισιοδοξία. Πώς μπορώ όμως να είμαι αισιόδοξη όταν ζω
καθημερινά υπό την απειλή του θανάτου; Κι αν δεν τα καταφέρω πώς θα γίνω
συγγραφέας; Πώς θα μείνω αθάνατη; Ελπίζω τουλάχιστον εσύ να μη με κρίνεις και να
με καταλαβαίνεις, διότι είμαι απλά ένας άνθρωπος που κάποιες φορές χρειάζεται
κάποιον να μιλήσει.
1942
Αγαπητή Κίτυ,
Σήμερα οι φωνές της μητέρας με ξύπνησαν
από τα χαράματα. Η μητέρα είναι μονίμως θυμωμένη μαζί μου και ο πατέρας
προσπαθεί να την ηρεμίσει, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα βέβαια. Ακόμη κι ο ίδιος
έχει καταλάβει ότι η συμπεριφορά της μας εκθέτει σε κίνδυνο. Η λύση όμως δεν
είναι να είμαι πάντα εγώ η κατηγορούμενη για να ησυχάζει η μητέρα. Πρέπει να
κατανοήσει πως κι εγώ δεν αντέχω να είμαι κλεισμένη εδώ μέσα. Από τη μία πλευρά
έχω τη Μαργκότ να με αγνοεί και μόνο όταν τη συμφέρει, να θυμάται πως υπάρχω.
Aπό την άλλη έχω τη μητέρα να με κατακρίνει και να με κατηγορεί για τα πάντα.
Ακόμη και το γεγονός ότι γράφω
ημερολόγιο την ενοχλεί! Νομίζω πως αν μείνω κι άλλο εγκλωβισμένη εδώ μέσα θα
τρελαθώ. Όλοι θεωρούν πως βρίσκομαι στον κόσμο μου, πως δεν έχω κι εγώ την
ανάγκη επικοινωνίας, αγάπης… Πως δε ζω κι εγώ κλεισμένη σε ένα σκονισμένο,
ξύλινο, παγωμένο, μικροσκοπικό δωμάτιο γεμάτο ζωύφια και τρεις ανθρώπους να
σχολιάζουν την παραμικρή μου κίνηση. Χρειάζομαι κι εγώ κάποιον να με παρηγορήσει,
να μου δώσει δύναμη κι αισιοδοξία. Πώς μπορώ όμως να είμαι αισιόδοξη όταν ζω
καθημερινά υπό την απειλή του θανάτου; Κι αν δεν τα καταφέρω πώς θα γίνω
συγγραφέας; Πώς θα μείνω αθάνατη; Ελπίζω τουλάχιστον εσύ να μη με κρίνεις και να
με καταλαβαίνεις, διότι είμαι απλά ένας άνθρωπος που κάποιες φορές χρειάζεται
κάποιον να μιλήσει.
Ελένη Σ.
Περνώντας ο καιρός οι συνθήκες στο κρησφύγετο γίνονται ολοένα και πιο άσχημες. Δεν μπορούμε να δούμε τον ήλιο, ούτε να βγούμε έξω. Πρέπει να ζούμε στην απόλυτη ησυχία, ώστε να μην μας ακούει κανείς και μας υποψιαστεί. Μιλάμε μεταξύ μας συνήθως ψιθυριστά. Οι κουρτίνες του κρησφύγετου είναι πάντα κλειστές. Μας προμηθεύουν με τρόφιμα και
άλλα είδη πρώτης ανάγκης για να επιβιώσουμε. Νιώθω πνιγμένη, διότι η μόνη μας επαφή με τον έξω κόσμο είναι το ραδιόφωνο. Βυθίζομαι στα βιβλία που διαβάζω.
Καθώς περνάει ο καιρός αντιλαμβάνομαι τα πράγματα διαφορετικά. Προσπαθώ να καταλάβω τις σκέψεις των άλλων.
Ζω μια ζωή γεμάτη φόβο, τρόμο και απελπισία. Προσπαθώ να ονειρευτώ τη ζωή μου αφού τελειώσει ο πόλεμος, για να ξεφεύγω από τη σκληρή πραγματικότητα. Μέσα από το γράψιμο νιώθω πιο κοντά στη μέρα που θα είμαι ελεύθερη και όχι φοβισμένη για το αν θα μας ανακαλύψουν. Ελπίζω τούτη η μέρα να φτάσει γρήγορα.
άλλα είδη πρώτης ανάγκης για να επιβιώσουμε. Νιώθω πνιγμένη, διότι η μόνη μας επαφή με τον έξω κόσμο είναι το ραδιόφωνο. Βυθίζομαι στα βιβλία που διαβάζω.
Καθώς περνάει ο καιρός αντιλαμβάνομαι τα πράγματα διαφορετικά. Προσπαθώ να καταλάβω τις σκέψεις των άλλων.
Ζω μια ζωή γεμάτη φόβο, τρόμο και απελπισία. Προσπαθώ να ονειρευτώ τη ζωή μου αφού τελειώσει ο πόλεμος, για να ξεφεύγω από τη σκληρή πραγματικότητα. Μέσα από το γράψιμο νιώθω πιο κοντά στη μέρα που θα είμαι ελεύθερη και όχι φοβισμένη για το αν θα μας ανακαλύψουν. Ελπίζω τούτη η μέρα να φτάσει γρήγορα.
Παυλίνα Π.

Περνώντας ο καιρός οι συνθήκες στο κρησφύγετο γίνονται ολοένα και πιο άσχημες. Δεν μπορούμε να δούμε τον ήλιο, ούτε να βγούμε έξω. Πρέπει να ζούμε στην απόλυτη ησυχία, ώστε να μην μας ακούει κανείς και μας υποψιαστεί. Μιλάμε μεταξύ μας συνήθως ψιθυριστά. Οι κουρτίνες του κρησφύγετου είναι πάντα κλειστές. Μας προμηθεύουν με τρόφιμα και
άλλα είδη πρώτης ανάγκης για να επιβιώσουμε. Νιώθω πνιγμένη, διότι η μόνη μας επαφή με τον έξω κόσμο είναι το ραδιόφωνο. Βυθίζομαι στα βιβλία που διαβάζω.
Καθώς περνάει ο καιρός αντιλαμβάνομαι τα πράγματα διαφορετικά. Προσπαθώ να καταλάβω τις σκέψεις των άλλων.
Ζω μια ζωή γεμάτη φόβο, τρόμο και απελπισία. Προσπαθώ να ονειρευτώ τη ζωή μου αφού τελειώσει ο πόλεμος, για να ξεφεύγω από τη σκληρή πραγματικότητα. Μέσα από το γράψιμο νιώθω πιο κοντά στη μέρα που θα είμαι ελεύθερη και όχι φοβισμένη για το αν θα μας ανακαλύψουν. Ελπίζω τούτη η μέρα να φτάσει γρήγορα.
άλλα είδη πρώτης ανάγκης για να επιβιώσουμε. Νιώθω πνιγμένη, διότι η μόνη μας επαφή με τον έξω κόσμο είναι το ραδιόφωνο. Βυθίζομαι στα βιβλία που διαβάζω.
Καθώς περνάει ο καιρός αντιλαμβάνομαι τα πράγματα διαφορετικά. Προσπαθώ να καταλάβω τις σκέψεις των άλλων.
Ζω μια ζωή γεμάτη φόβο, τρόμο και απελπισία. Προσπαθώ να ονειρευτώ τη ζωή μου αφού τελειώσει ο πόλεμος, για να ξεφεύγω από τη σκληρή πραγματικότητα. Μέσα από το γράψιμο νιώθω πιο κοντά στη μέρα που θα είμαι ελεύθερη και όχι φοβισμένη για το αν θα μας ανακαλύψουν. Ελπίζω τούτη η μέρα να φτάσει γρήγορα.
Παυλίνα Π.

Γειά,
Είμαι η Άννα, μια νεαρή Εβραία που ζώ με την οικογένειά μου εδώ και δύο χρόνια κρυμμένη
από τους Γερμανούς από τότε που εισέβαλλαν στη Δανία. Η κρυψώνα μας είναι μια μικρή σοφίτα που βρίσκεται στο πίσω μέρος ενός κτιρίου γραφείων. Οι συνθήκες διαβίωσης στο μικρό μας κρησφύγετο δεν είναι τέλειες, είναι δύσκολες και απαιτητικές με ελάχιστο ιδιωτικό χώρο και είδη πρώτης ανάγκης.
Το κρησφύγετο μας αποτελείται από δύο μικρά δωμάτια τα οποία τα μοιραζόμαστε οχτώ άτομα. Τα παράθυρα είναι καλυμμένα και κατά την διάρκεια της ημέρας πρέπει να είμαστε εξαιρετικά ήσυχοι για να μην μας ανακαλύψουν οι άνθρωποι που εργάζονται στο δίπλα κτίριο.
Νιώθω συχνά απογοητευμένη και απομονωμένη στο κρησφύγετο μας. Μου λείπουν οι φίλοι μου και πάνω από όλα, η ύπαιθρος και η ελευθερία να κυκλοφορώ άφοβα έξω. Η μόνη μου παρέα πλέον είναι το ημερολόγιο μου και οι οικογένεια μου, αλλά
και αυτοί δεν ξεπερνιούνται.
Παρά όλες αυτές τις δυσκολίες έχω ακόμα ελπίδα, ότι μια μέρα θα λήξει αυτό το φρικτό πράγμα και πως θα αποκτήσω ξανά το δικαίωμα να βγαίνω έξω ελεύθερη, χωρίς κανέναν φόβο. Προς το παρόν αυτό είναι ένα μακρινό όνειρο που δεν βλέπω να έρχεται σύντομα.
Ένα πράγμα που διδάχτηκα από όλα αυτά μέχρι τώρα είναι να μην ζητάμε μια εύκολη ζωή, να ζητάμε την δύναμη να αντέξουμε μια δύσκολη.
Είμαι η Άννα, μια νεαρή Εβραία που ζώ με την οικογένειά μου εδώ και δύο χρόνια κρυμμένη
από τους Γερμανούς από τότε που εισέβαλλαν στη Δανία. Η κρυψώνα μας είναι μια μικρή σοφίτα που βρίσκεται στο πίσω μέρος ενός κτιρίου γραφείων. Οι συνθήκες διαβίωσης στο μικρό μας κρησφύγετο δεν είναι τέλειες, είναι δύσκολες και απαιτητικές με ελάχιστο ιδιωτικό χώρο και είδη πρώτης ανάγκης.
Το κρησφύγετο μας αποτελείται από δύο μικρά δωμάτια τα οποία τα μοιραζόμαστε οχτώ άτομα. Τα παράθυρα είναι καλυμμένα και κατά την διάρκεια της ημέρας πρέπει να είμαστε εξαιρετικά ήσυχοι για να μην μας ανακαλύψουν οι άνθρωποι που εργάζονται στο δίπλα κτίριο.
Νιώθω συχνά απογοητευμένη και απομονωμένη στο κρησφύγετο μας. Μου λείπουν οι φίλοι μου και πάνω από όλα, η ύπαιθρος και η ελευθερία να κυκλοφορώ άφοβα έξω. Η μόνη μου παρέα πλέον είναι το ημερολόγιο μου και οι οικογένεια μου, αλλά
και αυτοί δεν ξεπερνιούνται.
Παρά όλες αυτές τις δυσκολίες έχω ακόμα ελπίδα, ότι μια μέρα θα λήξει αυτό το φρικτό πράγμα και πως θα αποκτήσω ξανά το δικαίωμα να βγαίνω έξω ελεύθερη, χωρίς κανέναν φόβο. Προς το παρόν αυτό είναι ένα μακρινό όνειρο που δεν βλέπω να έρχεται σύντομα.
Ένα πράγμα που διδάχτηκα από όλα αυτά μέχρι τώρα είναι να μην ζητάμε μια εύκολη ζωή, να ζητάμε την δύναμη να αντέξουμε μια δύσκολη.

Αιμίλιος Ν.