Book Creator

Λογοτεχνία, Ιστορία και Δημιουργία

by Athanasia Baladima

Pages 2 and 3 of 27

Loading...
Loading...
Η Άφιξη της Βυζαντινής Άννας στους Ρως


          Είχε αχνοφανεί στο ορίζοντα η Χερσώνα (Κριμαία), όταν ο πρωτοκάραβος έστειλε σπαθάριο να ειδοποιήσει την Άννα ότι στόλος ολόκληρος από μικρά πλεούμενα των Ρως ερχόταν να την προϋπαντήσει. Ντύθηκε η Άννα, φόρεσε το βαρύ χρυσοκέντητο φόρεμά της και με όλη την ακολουθία της ανέβηκε πάνω στο ξυλόκαστρο (του πλοίου). Χρύσισε, λαμπύρισε, γέμισε ασήμια και πολύτιμες πέτρες το κατάστρωμα, καθώς η ακολουθία της, κατεπάνω, τουρμάρχες, ιερωμένοι και πατρικίες, πήραν την σειρά τους.
Loading...
 Η Άννα ήταν σοβαρή και αμίλητη, όπως πάντα. Κοιτούσε εμπρός την Χερσώνα, χωρίς να την βλέπει. Ο νους της ήταν αλλού: στη Βασιλεύουσα, στο Ιερό Παλάτιο. Δεν είδε τα μικρά πλεούμενα που, στολισμένα με πολύχρωμα φλάμπουρα, έρχονταν, σε δύο γραμμές, να ενωθούνε με το δρόμωνα και τα χελάνδια που μας ακολουθούσαν. Δεν είδε, ούτε άκουσε τις άναρθρες κραυγές που μπήξανε τα τσούρμα των Ρως, όταν ζύγωσαν το καράβι μας.
         Και φώναζαν οι Ρως, και χτυπούσαν κύμβαλα, και φυσούσαν σε βούκινα και σε σάλπιγγες, και ούρλιαζαν, και κουνούσαν τα χέρια τους, τα όπλα τους, κι ανέμιζαν πολύχρωμα υφάσματα. Βάρβαρος λαός, βάρβαρα τα έθιμά τους… Πού η σοβαρότητα, πού το αυστηρό τυπικό της Αυλής του Βυζαντίου…
         Κοιτούσα συνεπαρμένη τα πλεούμενα, τους Ρως με τα παράξενα ρούχα, τα φλάμπουρά τους, όταν μέσα από τα καράβια τους ξεχώρισα ένα, γιατί ήταν το μεγαλύτερο και το ψηλότερο, γιατί τα κουπιά του ήταν βαμμένα κόκκινα ζωηρά, γιατί χρύσιζαν στις άκρες τους. Ερχόταν γραμμή απάνω μας.
          (…) -Ο μέγας δούκας, ο Βλαδίμηρος, έκανε ψιθυριστά ο πρωτοκάραβος, και γυρίζοντας στον δρουγγάριο που στεκότανε κοντά του έδωσε τις διαταγές του.
          (…) Το καράβι των Ρως ζύγωσε, κόλλησε πάνω στο δικό μας και, από την σκάλα που του έριξε το τσούρμο μας, ανέβηκε αργά αργά πάνω στο κατάστρωμα ο Βλαδίμηρος, ενώ οι σαλπιγκτές μας του απόδιναν χαιρετισμό. Ήταν ψηλός, γύρω στα σαράντα, ομορφοκαμωμένος. Προχώρησε αργά αργά ανοιγοκλείνοντας συνέχεια τα μάτια του, σαν να μην έβλεπε καλά.