Loading...
Περιπέτειες στη ΜολυβοχώραLoading...
Ομαδικό παραμύθιΕπιμέλεια Μίνα Ιωαννίδου
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια χώρα όμορφη και τακτοποιημένη! Την έλεγαν Μολυβοχώρα, γιατί είχε για κατοίκους της όλων των ειδών τα μολυβάκια. Τα σπίτια της Μολυβοχώρας έμοιαζαν με τετράδια και τα βουνά της με ράχες βιβλίων.
Μα πού πήγαν όλοι;
Όλα κυλούσαν ήρεμα, ώσπου ένα πρωινό κάτι παράξενο συνέβη! Όταν ο Μολύβιος, ένα ψιλόλιγνο μολύβι με μια μεγάλη ροζ γόμα στο κεφάλι ξεκίνησε για τη συνηθισμένη πρωινή του βόλτα, κατάλαβε ότι ήταν μόνος του σ’ ολόκληρη την πόλη. Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε κανένα μολύβι και στις πλατείες δεν έπαιζε κανένα μολυβάκι.
Έτσι όπως περπατούσε ξαφνιασμένος, σκόνταψε πάνω σε ένα χαρτί μισοαναίσθητο.
-‘Ει, φίλε μου, τι σου συμβαίνει; το ρώτησε ο Μολύβιος.
-Αχ! Πού βρίσκομαι; Γιατί πονάει το κεφάλι μου; Πώς βρίσκεσαι εσύ εδώ; Είπε το χαρτί παραζαλισμένο.
-Μία-μία οι ερωτήσεις. Για σένα δεν ξέρω. Εγώ, είμαι ο Μολύβιος και μένω εδώ.
-‘Ει, φίλε μου, τι σου συμβαίνει; το ρώτησε ο Μολύβιος.
-Αχ! Πού βρίσκομαι; Γιατί πονάει το κεφάλι μου; Πώς βρίσκεσαι εσύ εδώ; Είπε το χαρτί παραζαλισμένο.
-Μία-μία οι ερωτήσεις. Για σένα δεν ξέρω. Εγώ, είμαι ο Μολύβιος και μένω εδώ.
-Πώς γλίτωσες εσύ από τον Ξύστρα; Απόρησε το χαρτί.
-Γιατί, τι έκανε ο Ξύστρας; Ρώτησε ο Μολύβιος γεμάτος περιέργεια.
-Έπιασε όλα τα μολύβια και τώρα τα κρατάει αιχμάλωτα στο κρησφύγετό του. Αύριο θα τα ξύσει όλα μέχρι να τα εξαφανίσει.
-Και γιατί να το κάνει αυτό; ρώτησε ο Μολύβιος απορημένος.
-Πριν μου ρίξει αναισθητικό για να αρπάξει το μολυβάκι που έγραφε πάνω μου, τον άκουσα να μουρμουρίζει ότι μισεί όλα τα μολύβια. Τον νευριάζουν, γιατί όλη την ημέρα γράφουν, γράφουν και αυτός βαριέται το διάβασμα αφόρητα.
-Πω, πω, τι πάθαμε! Και πού είναι το κρησφύγετό του; Ρώτησε ο Μολύβιος;
-Δεν ξέρω. Μπορώ όμως να μεταμορφωθώ σε ό,τι θέλεις για να σε βοηθήσω να το ανακαλύψουμε, είπε το χαρτί.
-Ωραία! Μπορείς να γίνεις σαΐτα, ν’ ανεβώ στην πλάτη σου και να κοιτάξουμε σ’ όλη την πόλη;
-Ανέβα και φύγαμε!
-Γιατί, τι έκανε ο Ξύστρας; Ρώτησε ο Μολύβιος γεμάτος περιέργεια.
-Έπιασε όλα τα μολύβια και τώρα τα κρατάει αιχμάλωτα στο κρησφύγετό του. Αύριο θα τα ξύσει όλα μέχρι να τα εξαφανίσει.
-Και γιατί να το κάνει αυτό; ρώτησε ο Μολύβιος απορημένος.
-Πριν μου ρίξει αναισθητικό για να αρπάξει το μολυβάκι που έγραφε πάνω μου, τον άκουσα να μουρμουρίζει ότι μισεί όλα τα μολύβια. Τον νευριάζουν, γιατί όλη την ημέρα γράφουν, γράφουν και αυτός βαριέται το διάβασμα αφόρητα.
-Πω, πω, τι πάθαμε! Και πού είναι το κρησφύγετό του; Ρώτησε ο Μολύβιος;
-Δεν ξέρω. Μπορώ όμως να μεταμορφωθώ σε ό,τι θέλεις για να σε βοηθήσω να το ανακαλύψουμε, είπε το χαρτί.
-Ωραία! Μπορείς να γίνεις σαΐτα, ν’ ανεβώ στην πλάτη σου και να κοιτάξουμε σ’ όλη την πόλη;
-Ανέβα και φύγαμε!
Ο Ξύστρας ο πονηρός με τη χοντρή σιδερένια κοιλιά που κατάπινε αχόρταγα ξύσματα μολυβιών, είχε κρύψει όλα τα μολύβια σε μια παλιά, μεγάλη, ξύλινη κασετίνα. Της είχε βάλει πανιά και την είχε κάνει ιστιοφόρο που αρμένιζε σε μια τεράστια λακκούβα με νερό, στην πίσω αυλή ενός σχολείου, που ήταν κλειστό λόγω καλοκαιριού.